Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Δραπετσώνα


Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή» Ξεφωνίζουν τα ηχεία στο μπαλκόνι,«Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου» Σκίζουν την ατμόσφαιρα της βραδιάς που δεν έχει φεγγάρι, στα δύο.
Από κάτω έχει έρθει ο αστυφύλακας και φωνάζει
- Κυρ Κώστα , χαμήλωσε το παραπονιούνται οι γείτονες..
Σε απάντηση ο κυρ Κώστας ξελαρυγγιάζεται τώρα, «ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΚΙ ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΤΩΧΟΙ», και πετάει από το μπαλκόνι το ουζοπότηρο αφού το άδειασε…
-Μωρέ θα με σκοτώσεις μουρλόγερε φωνάζει ο αστυνόμος και χτυπάει το κουδούνι να του ανοίξει..
Κατω από το μπαλκόνι κοιτούσε με μίση ντροπή και άλλο μισό μένος η Αγγέλα η νύφη του την οποία έιχε κλειδώσει απ έξω..
Κόσμος άρχισε να μαζεύεται με τα νυχτικά για να δεί τι συμβαίνει.
Εκείνο το απόγευμα η Αγγέλα δεν θα μπορούσε να φανταστεί το πώς θα κατέληγε ο πεθερός της όταν καθισμένος στο μπαλκόνι της έκανε παραγγελιές.
- Πιάσε μωρή Αγγέλα λίγο τυράκι και κάνα παξιμάδι να μην το πίνω ξεροσφύρι αυτό το ρημάδι, φώναξε στη νύφη του.
Ο κυρ Κώστας είναι κωνσταντινοπολίτης και είναι μερακλής. Τη ζωή του την έζησε για τα καλά γυρνώντας όλα τα βαλκάνια καθισμένος πίσω από το τιμόνι. Εκανε οικογένεια, την ανάθρεψε και τώρα που βγήκε στη σύνταξη ξεκουράζεται με την συνείδηση του ήσυχη καθώς λέει. Ετσι κάθε απόγευμα ξεκινάει να το τσούζει το τσιπουράκι μέχρι το βράδυ που δεν ξέρει τι του γίνεται πια…
Η Αγγέλα δεν του έφερε ποτέ εκείνο το τυρί με το παξιμάδι που του ζήτησε. Η αλήθεια είναι πως κι εκείνος ποτέ δεν περίμενε να του το φέρει.
Σκληρή γυναίκα η Αγγέλα. Όχι από φύση μα την έκανε η ζωή. Ο άντρας της δούλευε στα καράβια για να μην τους λείψει τίποτα. Γέρασε πριν την ώρα της έχοντας το ρόλο και των δυο γονιών στα αγόρια της και με ένα πεθερό που κάθε βράδυ γίνεται στουπί στο μεθύσι.
Σιγά μην του πάει και μεζέ του τρελόγερου σκεφτόταν καθώς τον άκουγε να φωνάζει. Αρκετά είχε να κάνει μέσα σ αυτή τη κουζίνα που ποτέ δεν αδειάζει. Μόλις την καθαρίσει στο μισάωρο έχει γεμίσει ξανά από την αρχή σαν στοιχειωμένη.
Ο κυρ Κώστας είχε φτάσει στο τρίτο τσίπουρο όταν άκουσε το βουητό που έκαναν τα παιδιά από το δρόμο. Μια παρέα από καμιά δεκαριά αλάνια κυνηγούσαν την Ζαμπέτα την τρελή.Σηκώθηκε ο κυρ Κώστας να κοιτάξει το πανηγύρι που είχαν στήσει από κάτω οι πιτσιρικάδες και να τους βάλει πόστα.- Βρε σεις, βρε βρωμόπαιδα μην κοροϊδεύετε βρε το κορίτσι το βλαμμένο… Αχ θα κατέβω κάτω να σας δείξω εγώ… Κώστα,! Βρε συ τι κάνεις κι εσύ μαζί μ αυτούς τους αληταράδες, δεν ντρέπεσαι?
Ο Κωστάκης ήταν το καμάρι του. Ο εγγονός του ο μικρός. Του είχε μεγάλη αδυναμία. Είχε και το όνομα του κι έτσι καμάρωνε όλη την ώρα με τον λεβέντη του. Κι αυτός τον αγαπούσε πολύ . Καθόταν με τις ώρες να του κάνει συντροφιά και άκουγε τις ιστορίες του παππού του. Από αυτές είχε πολλές μια και ταξίδευε όλη του τη ζωή.Τώρα τι έκανε με αυτά τα ρεμάλια σκεφτόταν..

- Αχ βρε κώστα τι κάνεις εκεί?
Ο Κώστας, ο Κωστάκης όπως τον φώναζε ο παππούς δεν έτρεχε πίσω από την Ζαμπέτα την τρελή για να της κάνει καζούρα όπως οι άλλοι πιτσιρικάδες. Ακολουθούσε το Γιάννη , τον αδερφικό του φίλο που κυνηγούσε το κορίτσι σαν δαιμονισμένος κι αν στη συνέχεια τα πράγματα δυσκόλευαν αρκετά ίσως και να την έσωζε από τα δόντια τους.
Ο βάρβαρος θίασος είχε ξεχυθεί πίσω από το κορίτσι πολλές φορές. Εκείνη μια τους έβριζε και μια γελούσε με το παράξενο παλαβό της στόμα σηκώνοντας τα φουστάνια της και κάνοντας τους πιτσιρικάδες έξαλλους από τα γέλια.
Η Ζαμπέτα είχε στον κόσμο μια μάνα μόνο που δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ καθαρίζοντας σπίτια γραφεία και ότι άλλο έβρισκε μια κα ήταν μια γυναίκα μονάχη μ ένα πειραγμένο στο μυαλό παιδί. Ετσι το κορίτσι ήταν όλη μέρα μόνο του να γυρνάει εδώ κι εκεί. Καλύτερα έτσι σκεφτόταν παρά να της την κλείσουν σε κάνα άσυλο. Άλλωστε η Ζαμπέτα ήταν ένα αρνάκι του θεού. Δεν πείραζε ούτε μύγα κι ας ήταν παλαβό το καημένο.
Του Κώστα δεν του άρεσαν αυτά τα καμώματα του Γιάννη. Τον αγαπούσε όμως πολύ. Είχαν μεγαλώσει μαζί. Μαζί στο σχολείο, μαζί στο παιχνίδι. Ο Γιάννης ήταν πάντα ο χωρατατζής. Το να είσαι μαζί του ήταν από μόνο του μια περιπέτεια. Επικίνδυνη καμιά φορά, αλλά περιπέτεια. Ποτέ δεν είχε βαρεθεί μαζί του κι ας είχε αποδειχθεί πως πολλές φορές ο Γιάννης ήταν ένα πολύ σκληρό παιδί.
Το κυνηγητό είχε φτάσει μέχρι τα μισογκρεμισμένα από τους σεισμούς σπίτια όχι μακριά από το σπίτι του Κώστα .Είχαν όλοι κουραστεί πια, μα ήταν μεθυσμένοι από το κυνήγι σαν λύκοι που τρελαίνονται από τη μυρωδιά του αίματος.Το κορίτσι είχε εξαντληθεί από την τρεχάλα και τους παρακάλαγε πια να την αφήσουν ήσυχη .
- Όχι ,όχι δεν θα σε αφήσουμε αν δεν μας πληρώσεις πρώτα ακούστηκε μια φωνή κι όλοι συμφώνησαν.

- Με τι να σας πληρώσω βρε , τιποτα δεν έχω. Αχ παρατήστε με πια κουράστηκα.- Να μας δέιξεις τα βυζιά σου, φώναξε ο Γιάννης και όλοι έβαλαν τα γέλια και συμφώνησαν με κραυγές θριάμβου.
- Ρε σεις τι λέτε, φώναξε ο Κώστας έχετε τρελαθεί¨? Θα το πει στη μάνα της και μετά ποιος μας ξεπλένει. Αφήστε την να φύγει την κακομοίρα.
- Όχι, όχι αν δεν γουστάρεις να φύγεις, φώναξε κάποιος και μετά όλοι μαζί σαν σε χορωδία σατύρων τραγούδησαν δείξε μας τα βυζιά σου δειξε μας τα βυζιά σου.
Όλοι είχαν εκστασιαστεί στην ιδέα του γυμνού στήθους και τα μάτια τους τώρα γυαλίζανε σαν πεινασμένων ζώων.
- Εντάξει είπε το κορίτσι αλλά θα με αφήσετε να φύγω μετά?
- Ναι ναι στο υποσχόμαστε . Ε παιδιά , φώναξε ο Γιάννης
.- Θα το δείξω όμως μόνο σε έναν είπε το κορίτσι σχεδόν ντροπαλά με το άσχημο της πρόσωπο να κοκκινίζει.
Ξαφνικά αυτό το παράλογο παζάρι είχε απόλυτη λογική σ αυτά τα αγόρια που το μεγαλύτερο ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Η Ζαμπέτα πια δεν ήταν η τρελή στα μάτια τους. Ήταν γυναίκα. Με όλα αυτά τα άγνωστα μέρη που είχαν κρυφοδεί στις μανάδες τους, στις αδερφές τους και στα ακατάλληλα της τηλεόρασης.
- Καλά λοιπόν . Σε έναν, συμφώνησε ο Γιάννης που είχε πάρει το ρόλο του αρχηγού! Λοιπόν μόρτες, θα βάλουμε κλήρο. Τι λέτε?
- Όχι φώναξε το κορίτσι. Θα διαλέξω εγώ!
Ο Γιάννης κοίταξε τους άλλους που έχασκαν ξαναμμένοι χωρίς να μιλάνε και μ ένα χαμόγελο σιγουριάς , λες και θα έκλεινε καμιά μεγάλη συμφωνία για τον εαυτό του, συμφώνησε.
- Ωραία , ξέρεις ποιόν θέλεις η θα πρέπει να περιμένουμε να διαλέξεις?- Αυτόν εκεί θέλω, είπε και έδειξε τον Κώστα.
Το αγόρι άσπρισε,
- όχι δεν θέλω φώναξε και γύρισε να φύγει.
- Εγώ αυτόν θέλω δήλωσε το κορίτσι
.- Αφού δεν σε θέλει ρε Ζαμπέτα φώναξε ο Γιάννης, διάλεξε κάποιον άλλον.- Όχι επέμεινε το κορίτσι. Η αυτός η κανένας είπε και μπήκε στο ερειπωμένο σπίτι.
Ένα χέρι τον άρπαξε από το γιακά και τον έσπρωξε μέσα στο σπίτι. Ήταν το χέρι του Γιάννη. Δεν πρόλαβε καν να δει τα μάτια του που είχαν σκοτεινιάσει.
- Άντε σπάστε τώρα οι υπόλοιποι , φώναξε σαν αρχηγός ο Γιάννης.
Ο ήλιος είχε φύγει για τα καλά και το σπίτι φωτιζόταν αδρά από την λάμπα του δήμου που φώτιζε από το παράθυρο.Η Ζαμπέτα είχε χαθεί προς το εσωτερικό του ετοιμόρροπου σπιτιού.
Ήταν ανατριχιαστικά εκεί μέσα.
- Ζαμπέτα που πήγες ψιθύρισε ο Κώστας λες και φοβόταν μην ξυπνήσει το στοιχειό του σπιτιού που ήταν η ώρα του να βγει για την βόλτα του.Την άκουγε να κρυφογελάει . Καθόλου δεν του άρεσε όλο αυτό που συνέβαινε. Δεν είχε καταλάβει καλά καλά πως είχε μπλέξει σε όλο αυτό.
- Άκου , συνέχισε , θα τους πούμε πως μου το έδειξες το στήθος σου. Εντάξει?
Κατευθύνθηκε προς τα μέσα τρέμοντας ολόκληρος μια και ανά πάσα στιγμή, μπορούσε αυτό το αχούρι να πέσει στα κεφάλια τους. Το κορίτσι δεν έβγαζε άχνα. Σαν να την κατάπιε η ερημιά. Τζάμια σπασμένα έτριξαν κάτω από τα πόδια του.

- Που είσαι ? ρώτησε ξανά , πιο πολύ για να ακούσει τον ήχο της φωνής του και να βεβαιωθεί πως δεν ονειρεύεται. Καμιά απάντηση δεν πήρε.
Τον περίμενε στο τελευταίο δωμάτιο που ήταν βαθιά μέσα στην κοιλιά του ραγισμένου σπιτιού. Στεκόταν στο μισοσκόταδο με το βάρος της ριγμένο στο ένα πόδι και το βρώμικο πουκάμισο της ανοιχτό.
Κατάπιε τη γλώσσα του στη θέα της. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως το γυναικείο κορμί είχε τέτοια ομορφιά.. Και η Ζαμπέτα η τρελή ήταν γυναίκα. Το γυμνό της στήθος έμοιαζε με εκείνα τα αγάλματα που είχε δει στα βιβλία της ιστορίας.Του πήρε το χέρι και το ακούμπησε πάνω στην ανατριχιασμένη επιδερμίδα . Εκείνος το τράβηξε σαν να ακουμπούσε αναμμένο κάρβουνο μα εκείνη το άρπαξε και το έβαλε ξανά εκεί, σαν να ήταν από πάντα η θέση του χεριού του εκεί.
- Δεν σου αρέσει, τον ρώτησε?
Αυτός όμως δεν μπορούσε να απαντήσει. Απέμεινε να την κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Ένιωθε πολλά μπερδεμένα πράγματα μέσα στο κεφάλι του. Ντρεπόταν αφάνταστα και ένιωθε πως έκανε κάτι απερίγραπτα βρώμικο που όμως τον έκανε να νιώθει μια πρωτόνιωστη γλύκα εκεί κάτω στην κοιλιά του.
- Εγώ φεύγω τώρα λοιπόν είπε το κορίτσι και εξαφανίστηκε τρέχοντας ,αφήνοντας τον μόνο μέσα στη σκοτεινιά ..
Και άρχισε και αυτός να τρέχει. Να τρέχει σαν να τον έχει καβαλήσει στο σβέρκο ένας δαίμονας και να τον οδηγεί.Έτρεχε χωρίς να βλέπει γύρω του. Δεν είδε τους πιτσιρικάδες που τον περίμεναν στη γωνία, ούτε τους άκουσε που τον φώναζαν να τους πεί τι έγινε. Δεν είδε πως δεν ήταν πια μαζί τους ο Γιάννης , ούτε είδε τη μάνα του που τον περίμενε στη γωνία.
Η φωνή της τον σταμάτησε.
Γύρισε και την κοίταξε με απορία. Τι τον ήθελε η μάνα του και τον γύρευε. Έπαθε κάτι ο παππούς η ο αδερφός του που ήταν φαντάρος?Εκείνη τον πλησίασε και του άστραψε ένα χαστούκι που βούιξε όλο το κεφάλι του.
- Μου τα πρόλαβε όλα ο φίλος σου το καλόπαιδο, είπε. Ντροπή σου να απλώνεις χέρι στο άρρωστο κορίτσι. Ντροπή , αυτό σου λέω μόνο.
Γυρίζοντας να φύγει ήταν λίγο πιο σκυφτή στο συνήθως περήφανο περπάτημα της.
Δεν γύρισε να απολογηθεί, δεν είχε διάθεση να αρνηθεί το φταίξιμο του γιατί είχε την θύμηση εκείνης της ντροπιαστικής γλύκας στην κοιλιά του ακόμη..
Όταν γύρισε στο σπίτι αργά το βράδυ, όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί απ έξω να κάνει χάζι τον κυρ Κώστα να τραγουδάει στο ουρλιαχτό του στερεοφωνικού που τους είχε φέρει ο πατέρας από τα ταξίδια. Έψαξε να βρει τη μάνα του μέσα στο πλήθος και την βρήκε καθισμένη σε ένα σκαλοπάτι με το πρόσωπο γερασμένο να υπομένει τον ρόλο της βασανισμένης ηρωίδας.
Στην Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη…. Συνέχισε να τραγουδάει φάλτσα ο παππούς.
- Δες μήπως σε ακούσει εσένα του είπε κοιτάζοντας τον ψυχρά..
Έτρεξε κάτω από το μπαλκόνι προσπαθώντας να κάνει χώρο ανάμεσα στον κόσμο και άρχισε να ουρλιάζει για να ακουστεί η φωνή του από πάνω από το Μπιθικώτση.
- Παππού, παππού τι έπαθες γιατί το κάνεις αυτό?
Κάποια στιγμή κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του παππού του και αυτός αμέσως άρχισε να κλαίει.
- Αγόρι μου, Κωστάκη μου τζιέρι μου, έλα εσύ, έλα επάνω, έλα καρδιά μου.
Ο παππούς μέσα στην αγκαλιά του, του φάνηκε για πρώτη φορά πολύ μικρόσωμος. Έκλαιγε με αναφιλητά και τα λόγια του τα μπερδεμένα δεν έβγαζαν νόημα.. Ξεχώρισε μονάχα το όνομα του Γιάννη του φίλου του και τη λέξη ψέματα. Ότι και να του έλεγε δεν θα τον άκουγε ο παππούς, έτσι αρκέστηκε στο να τον βάλει στο κρεβάτι και να του πει καληνύχτα.

Είχε γίνει πια ο άντρας του σπιτιού μια και όλοι οι άλλοι άντρες της οικογένειας έλειπαν. Αυτό είδε στο πρόσωπο του και η Αγγέλα όταν βγήκε από το δωμάτιο του παππού.
Ένα αγόρι που δεν ήταν πια αγόρι..



Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008


Το καφενείο της κόλασης



Κυλάει η μέρα σαν να μην συμβαίνει τίποτα…
Ο κόσμος κάθεται και πίνει τον καφέ του με τα μάτια πρησμένα από τον ύπνο και την ανάσα ακόμα στυφή από τα όνειρα που δεν θυμάται, κι αν τα θυμάται … χειρότερα ακόμα
Ένας μονότονος ήχος φτάνει στα αφτιά τους
Οξύς εκνευριστικός, χωρίς καμιά τελεία, ίσως χωρίς καμία ανάσα στην μελωδία του
Γυναικεία φωνή παράλογη και επώδυνη συνεχής σε ακατανόμαστο λόγο σε απερίγραπτη χροιά μέδουσας.
Σκάσε πια φωνάζει κάποιος…..
Συνεχίζει το κολασμένο της τραγούδι…. Θεέ μου κάνε την να πάψει..
Θεέ μου κάνε να πάψω να είμαι εδώ τόσο μόνη …
Ο καφές πληγώνει τη γαμημένη μου γλώσσα …. Πουθενά κανείς να την κάνει να πάψει…
Βοήθεια … μου τρυπάει το κεφάλι ο ήχος… μου τρυπάει το μυαλό το προδομένο σ αγαπώ… ο φίλος που ξέρασε τα απόκρυφα μου εκεί που δεν έπρεπε…
Βοήθεια θεέ, άγγελε , δαίμονα ,
Σπαράζει στο κεφάλι μου η ανίερη ηχώ της .. χαράζει στον αέρα ματωμένες μαχαιριές..
Κράτησε με στη λογική μην με κάνεις και μένα μέδουσα…..
Μοναξιά… τίποτα … κανείς δεν διαβάζει τον αναστεναγμό μου…
Δεν με νοιάζει κι ας πονάει …. Πονάει τόσο που δεν έχει καμία ηδονή πια ο πόνος
Είναι καθαρός και κολασμένος. Καίει σαν αιδοίο μετά από αντιβίωση… καίει σαν πόνος τόσο αιχμηρός που δεν καταλαβαίνεις που τον νιώθεις πια….
Χαμογέλα στο δάκρυ , άστο να κυλήσει μην το αφήσεις να σε πνίξει….
Πονάει ο θάνατος περισσότερο από τον ερώτα άραγε…
Άκου με
Άκου με να τραγουδώ το θρήνο μου τον ανορθόγραφο….
Κανείς δεν ακούει το τραγούδι του κύκνου γιατί δεν τον αντέχει στο μακάβριο ανατρίχιασμα του κι ας κάθονται παράμερα να τον παρατηρούν .
Φίλε που με πρόδωσες τραγούδα μαζί μου κι ας μην το παραδέχεσαι..
Δεν θα σε κάνω εγώ να μεγαλώσεις γιατί δεν είμαι θεός
Το τίποτα είμαι
Ένας λυγμός πνιγμένος σε ένα στέρνο
Ένας λυγμός πνιγμένος στο άκουσμα του λυγμού για άλλη αγαπημένη….
Η φωνή συνεχίζει να τρυπάει τον αφαλό μου
Σταμάτα σε παρακαλώ ξεφωνίζει το μυαλό
Κλείσε το ραδιόφωνο
Αχ δαίμονα που με έφερες να ψυχορραγώ φωνάζοντας βοήθεια…
Δεν μπορώ να απολαύσω το ανίερο σου γαμήσι
Απλά ξεψυχώ….
Ήχος συνεχείς ήχος ήχος ήχος ήχος ήχος οδυνηρός

Σ αγαπώ ,

Σ ευχαριστώ..