Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Δραπετσώνα


Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή» Ξεφωνίζουν τα ηχεία στο μπαλκόνι,«Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου» Σκίζουν την ατμόσφαιρα της βραδιάς που δεν έχει φεγγάρι, στα δύο.
Από κάτω έχει έρθει ο αστυφύλακας και φωνάζει
- Κυρ Κώστα , χαμήλωσε το παραπονιούνται οι γείτονες..
Σε απάντηση ο κυρ Κώστας ξελαρυγγιάζεται τώρα, «ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΚΙ ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΤΩΧΟΙ», και πετάει από το μπαλκόνι το ουζοπότηρο αφού το άδειασε…
-Μωρέ θα με σκοτώσεις μουρλόγερε φωνάζει ο αστυνόμος και χτυπάει το κουδούνι να του ανοίξει..
Κατω από το μπαλκόνι κοιτούσε με μίση ντροπή και άλλο μισό μένος η Αγγέλα η νύφη του την οποία έιχε κλειδώσει απ έξω..
Κόσμος άρχισε να μαζεύεται με τα νυχτικά για να δεί τι συμβαίνει.
Εκείνο το απόγευμα η Αγγέλα δεν θα μπορούσε να φανταστεί το πώς θα κατέληγε ο πεθερός της όταν καθισμένος στο μπαλκόνι της έκανε παραγγελιές.
- Πιάσε μωρή Αγγέλα λίγο τυράκι και κάνα παξιμάδι να μην το πίνω ξεροσφύρι αυτό το ρημάδι, φώναξε στη νύφη του.
Ο κυρ Κώστας είναι κωνσταντινοπολίτης και είναι μερακλής. Τη ζωή του την έζησε για τα καλά γυρνώντας όλα τα βαλκάνια καθισμένος πίσω από το τιμόνι. Εκανε οικογένεια, την ανάθρεψε και τώρα που βγήκε στη σύνταξη ξεκουράζεται με την συνείδηση του ήσυχη καθώς λέει. Ετσι κάθε απόγευμα ξεκινάει να το τσούζει το τσιπουράκι μέχρι το βράδυ που δεν ξέρει τι του γίνεται πια…
Η Αγγέλα δεν του έφερε ποτέ εκείνο το τυρί με το παξιμάδι που του ζήτησε. Η αλήθεια είναι πως κι εκείνος ποτέ δεν περίμενε να του το φέρει.
Σκληρή γυναίκα η Αγγέλα. Όχι από φύση μα την έκανε η ζωή. Ο άντρας της δούλευε στα καράβια για να μην τους λείψει τίποτα. Γέρασε πριν την ώρα της έχοντας το ρόλο και των δυο γονιών στα αγόρια της και με ένα πεθερό που κάθε βράδυ γίνεται στουπί στο μεθύσι.
Σιγά μην του πάει και μεζέ του τρελόγερου σκεφτόταν καθώς τον άκουγε να φωνάζει. Αρκετά είχε να κάνει μέσα σ αυτή τη κουζίνα που ποτέ δεν αδειάζει. Μόλις την καθαρίσει στο μισάωρο έχει γεμίσει ξανά από την αρχή σαν στοιχειωμένη.
Ο κυρ Κώστας είχε φτάσει στο τρίτο τσίπουρο όταν άκουσε το βουητό που έκαναν τα παιδιά από το δρόμο. Μια παρέα από καμιά δεκαριά αλάνια κυνηγούσαν την Ζαμπέτα την τρελή.Σηκώθηκε ο κυρ Κώστας να κοιτάξει το πανηγύρι που είχαν στήσει από κάτω οι πιτσιρικάδες και να τους βάλει πόστα.- Βρε σεις, βρε βρωμόπαιδα μην κοροϊδεύετε βρε το κορίτσι το βλαμμένο… Αχ θα κατέβω κάτω να σας δείξω εγώ… Κώστα,! Βρε συ τι κάνεις κι εσύ μαζί μ αυτούς τους αληταράδες, δεν ντρέπεσαι?
Ο Κωστάκης ήταν το καμάρι του. Ο εγγονός του ο μικρός. Του είχε μεγάλη αδυναμία. Είχε και το όνομα του κι έτσι καμάρωνε όλη την ώρα με τον λεβέντη του. Κι αυτός τον αγαπούσε πολύ . Καθόταν με τις ώρες να του κάνει συντροφιά και άκουγε τις ιστορίες του παππού του. Από αυτές είχε πολλές μια και ταξίδευε όλη του τη ζωή.Τώρα τι έκανε με αυτά τα ρεμάλια σκεφτόταν..

- Αχ βρε κώστα τι κάνεις εκεί?
Ο Κώστας, ο Κωστάκης όπως τον φώναζε ο παππούς δεν έτρεχε πίσω από την Ζαμπέτα την τρελή για να της κάνει καζούρα όπως οι άλλοι πιτσιρικάδες. Ακολουθούσε το Γιάννη , τον αδερφικό του φίλο που κυνηγούσε το κορίτσι σαν δαιμονισμένος κι αν στη συνέχεια τα πράγματα δυσκόλευαν αρκετά ίσως και να την έσωζε από τα δόντια τους.
Ο βάρβαρος θίασος είχε ξεχυθεί πίσω από το κορίτσι πολλές φορές. Εκείνη μια τους έβριζε και μια γελούσε με το παράξενο παλαβό της στόμα σηκώνοντας τα φουστάνια της και κάνοντας τους πιτσιρικάδες έξαλλους από τα γέλια.
Η Ζαμπέτα είχε στον κόσμο μια μάνα μόνο που δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ καθαρίζοντας σπίτια γραφεία και ότι άλλο έβρισκε μια κα ήταν μια γυναίκα μονάχη μ ένα πειραγμένο στο μυαλό παιδί. Ετσι το κορίτσι ήταν όλη μέρα μόνο του να γυρνάει εδώ κι εκεί. Καλύτερα έτσι σκεφτόταν παρά να της την κλείσουν σε κάνα άσυλο. Άλλωστε η Ζαμπέτα ήταν ένα αρνάκι του θεού. Δεν πείραζε ούτε μύγα κι ας ήταν παλαβό το καημένο.
Του Κώστα δεν του άρεσαν αυτά τα καμώματα του Γιάννη. Τον αγαπούσε όμως πολύ. Είχαν μεγαλώσει μαζί. Μαζί στο σχολείο, μαζί στο παιχνίδι. Ο Γιάννης ήταν πάντα ο χωρατατζής. Το να είσαι μαζί του ήταν από μόνο του μια περιπέτεια. Επικίνδυνη καμιά φορά, αλλά περιπέτεια. Ποτέ δεν είχε βαρεθεί μαζί του κι ας είχε αποδειχθεί πως πολλές φορές ο Γιάννης ήταν ένα πολύ σκληρό παιδί.
Το κυνηγητό είχε φτάσει μέχρι τα μισογκρεμισμένα από τους σεισμούς σπίτια όχι μακριά από το σπίτι του Κώστα .Είχαν όλοι κουραστεί πια, μα ήταν μεθυσμένοι από το κυνήγι σαν λύκοι που τρελαίνονται από τη μυρωδιά του αίματος.Το κορίτσι είχε εξαντληθεί από την τρεχάλα και τους παρακάλαγε πια να την αφήσουν ήσυχη .
- Όχι ,όχι δεν θα σε αφήσουμε αν δεν μας πληρώσεις πρώτα ακούστηκε μια φωνή κι όλοι συμφώνησαν.

- Με τι να σας πληρώσω βρε , τιποτα δεν έχω. Αχ παρατήστε με πια κουράστηκα.- Να μας δέιξεις τα βυζιά σου, φώναξε ο Γιάννης και όλοι έβαλαν τα γέλια και συμφώνησαν με κραυγές θριάμβου.
- Ρε σεις τι λέτε, φώναξε ο Κώστας έχετε τρελαθεί¨? Θα το πει στη μάνα της και μετά ποιος μας ξεπλένει. Αφήστε την να φύγει την κακομοίρα.
- Όχι, όχι αν δεν γουστάρεις να φύγεις, φώναξε κάποιος και μετά όλοι μαζί σαν σε χορωδία σατύρων τραγούδησαν δείξε μας τα βυζιά σου δειξε μας τα βυζιά σου.
Όλοι είχαν εκστασιαστεί στην ιδέα του γυμνού στήθους και τα μάτια τους τώρα γυαλίζανε σαν πεινασμένων ζώων.
- Εντάξει είπε το κορίτσι αλλά θα με αφήσετε να φύγω μετά?
- Ναι ναι στο υποσχόμαστε . Ε παιδιά , φώναξε ο Γιάννης
.- Θα το δείξω όμως μόνο σε έναν είπε το κορίτσι σχεδόν ντροπαλά με το άσχημο της πρόσωπο να κοκκινίζει.
Ξαφνικά αυτό το παράλογο παζάρι είχε απόλυτη λογική σ αυτά τα αγόρια που το μεγαλύτερο ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Η Ζαμπέτα πια δεν ήταν η τρελή στα μάτια τους. Ήταν γυναίκα. Με όλα αυτά τα άγνωστα μέρη που είχαν κρυφοδεί στις μανάδες τους, στις αδερφές τους και στα ακατάλληλα της τηλεόρασης.
- Καλά λοιπόν . Σε έναν, συμφώνησε ο Γιάννης που είχε πάρει το ρόλο του αρχηγού! Λοιπόν μόρτες, θα βάλουμε κλήρο. Τι λέτε?
- Όχι φώναξε το κορίτσι. Θα διαλέξω εγώ!
Ο Γιάννης κοίταξε τους άλλους που έχασκαν ξαναμμένοι χωρίς να μιλάνε και μ ένα χαμόγελο σιγουριάς , λες και θα έκλεινε καμιά μεγάλη συμφωνία για τον εαυτό του, συμφώνησε.
- Ωραία , ξέρεις ποιόν θέλεις η θα πρέπει να περιμένουμε να διαλέξεις?- Αυτόν εκεί θέλω, είπε και έδειξε τον Κώστα.
Το αγόρι άσπρισε,
- όχι δεν θέλω φώναξε και γύρισε να φύγει.
- Εγώ αυτόν θέλω δήλωσε το κορίτσι
.- Αφού δεν σε θέλει ρε Ζαμπέτα φώναξε ο Γιάννης, διάλεξε κάποιον άλλον.- Όχι επέμεινε το κορίτσι. Η αυτός η κανένας είπε και μπήκε στο ερειπωμένο σπίτι.
Ένα χέρι τον άρπαξε από το γιακά και τον έσπρωξε μέσα στο σπίτι. Ήταν το χέρι του Γιάννη. Δεν πρόλαβε καν να δει τα μάτια του που είχαν σκοτεινιάσει.
- Άντε σπάστε τώρα οι υπόλοιποι , φώναξε σαν αρχηγός ο Γιάννης.
Ο ήλιος είχε φύγει για τα καλά και το σπίτι φωτιζόταν αδρά από την λάμπα του δήμου που φώτιζε από το παράθυρο.Η Ζαμπέτα είχε χαθεί προς το εσωτερικό του ετοιμόρροπου σπιτιού.
Ήταν ανατριχιαστικά εκεί μέσα.
- Ζαμπέτα που πήγες ψιθύρισε ο Κώστας λες και φοβόταν μην ξυπνήσει το στοιχειό του σπιτιού που ήταν η ώρα του να βγει για την βόλτα του.Την άκουγε να κρυφογελάει . Καθόλου δεν του άρεσε όλο αυτό που συνέβαινε. Δεν είχε καταλάβει καλά καλά πως είχε μπλέξει σε όλο αυτό.
- Άκου , συνέχισε , θα τους πούμε πως μου το έδειξες το στήθος σου. Εντάξει?
Κατευθύνθηκε προς τα μέσα τρέμοντας ολόκληρος μια και ανά πάσα στιγμή, μπορούσε αυτό το αχούρι να πέσει στα κεφάλια τους. Το κορίτσι δεν έβγαζε άχνα. Σαν να την κατάπιε η ερημιά. Τζάμια σπασμένα έτριξαν κάτω από τα πόδια του.

- Που είσαι ? ρώτησε ξανά , πιο πολύ για να ακούσει τον ήχο της φωνής του και να βεβαιωθεί πως δεν ονειρεύεται. Καμιά απάντηση δεν πήρε.
Τον περίμενε στο τελευταίο δωμάτιο που ήταν βαθιά μέσα στην κοιλιά του ραγισμένου σπιτιού. Στεκόταν στο μισοσκόταδο με το βάρος της ριγμένο στο ένα πόδι και το βρώμικο πουκάμισο της ανοιχτό.
Κατάπιε τη γλώσσα του στη θέα της. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως το γυναικείο κορμί είχε τέτοια ομορφιά.. Και η Ζαμπέτα η τρελή ήταν γυναίκα. Το γυμνό της στήθος έμοιαζε με εκείνα τα αγάλματα που είχε δει στα βιβλία της ιστορίας.Του πήρε το χέρι και το ακούμπησε πάνω στην ανατριχιασμένη επιδερμίδα . Εκείνος το τράβηξε σαν να ακουμπούσε αναμμένο κάρβουνο μα εκείνη το άρπαξε και το έβαλε ξανά εκεί, σαν να ήταν από πάντα η θέση του χεριού του εκεί.
- Δεν σου αρέσει, τον ρώτησε?
Αυτός όμως δεν μπορούσε να απαντήσει. Απέμεινε να την κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Ένιωθε πολλά μπερδεμένα πράγματα μέσα στο κεφάλι του. Ντρεπόταν αφάνταστα και ένιωθε πως έκανε κάτι απερίγραπτα βρώμικο που όμως τον έκανε να νιώθει μια πρωτόνιωστη γλύκα εκεί κάτω στην κοιλιά του.
- Εγώ φεύγω τώρα λοιπόν είπε το κορίτσι και εξαφανίστηκε τρέχοντας ,αφήνοντας τον μόνο μέσα στη σκοτεινιά ..
Και άρχισε και αυτός να τρέχει. Να τρέχει σαν να τον έχει καβαλήσει στο σβέρκο ένας δαίμονας και να τον οδηγεί.Έτρεχε χωρίς να βλέπει γύρω του. Δεν είδε τους πιτσιρικάδες που τον περίμεναν στη γωνία, ούτε τους άκουσε που τον φώναζαν να τους πεί τι έγινε. Δεν είδε πως δεν ήταν πια μαζί τους ο Γιάννης , ούτε είδε τη μάνα του που τον περίμενε στη γωνία.
Η φωνή της τον σταμάτησε.
Γύρισε και την κοίταξε με απορία. Τι τον ήθελε η μάνα του και τον γύρευε. Έπαθε κάτι ο παππούς η ο αδερφός του που ήταν φαντάρος?Εκείνη τον πλησίασε και του άστραψε ένα χαστούκι που βούιξε όλο το κεφάλι του.
- Μου τα πρόλαβε όλα ο φίλος σου το καλόπαιδο, είπε. Ντροπή σου να απλώνεις χέρι στο άρρωστο κορίτσι. Ντροπή , αυτό σου λέω μόνο.
Γυρίζοντας να φύγει ήταν λίγο πιο σκυφτή στο συνήθως περήφανο περπάτημα της.
Δεν γύρισε να απολογηθεί, δεν είχε διάθεση να αρνηθεί το φταίξιμο του γιατί είχε την θύμηση εκείνης της ντροπιαστικής γλύκας στην κοιλιά του ακόμη..
Όταν γύρισε στο σπίτι αργά το βράδυ, όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί απ έξω να κάνει χάζι τον κυρ Κώστα να τραγουδάει στο ουρλιαχτό του στερεοφωνικού που τους είχε φέρει ο πατέρας από τα ταξίδια. Έψαξε να βρει τη μάνα του μέσα στο πλήθος και την βρήκε καθισμένη σε ένα σκαλοπάτι με το πρόσωπο γερασμένο να υπομένει τον ρόλο της βασανισμένης ηρωίδας.
Στην Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη…. Συνέχισε να τραγουδάει φάλτσα ο παππούς.
- Δες μήπως σε ακούσει εσένα του είπε κοιτάζοντας τον ψυχρά..
Έτρεξε κάτω από το μπαλκόνι προσπαθώντας να κάνει χώρο ανάμεσα στον κόσμο και άρχισε να ουρλιάζει για να ακουστεί η φωνή του από πάνω από το Μπιθικώτση.
- Παππού, παππού τι έπαθες γιατί το κάνεις αυτό?
Κάποια στιγμή κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του παππού του και αυτός αμέσως άρχισε να κλαίει.
- Αγόρι μου, Κωστάκη μου τζιέρι μου, έλα εσύ, έλα επάνω, έλα καρδιά μου.
Ο παππούς μέσα στην αγκαλιά του, του φάνηκε για πρώτη φορά πολύ μικρόσωμος. Έκλαιγε με αναφιλητά και τα λόγια του τα μπερδεμένα δεν έβγαζαν νόημα.. Ξεχώρισε μονάχα το όνομα του Γιάννη του φίλου του και τη λέξη ψέματα. Ότι και να του έλεγε δεν θα τον άκουγε ο παππούς, έτσι αρκέστηκε στο να τον βάλει στο κρεβάτι και να του πει καληνύχτα.

Είχε γίνει πια ο άντρας του σπιτιού μια και όλοι οι άλλοι άντρες της οικογένειας έλειπαν. Αυτό είδε στο πρόσωπο του και η Αγγέλα όταν βγήκε από το δωμάτιο του παππού.
Ένα αγόρι που δεν ήταν πια αγόρι..



Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008


Το καφενείο της κόλασης



Κυλάει η μέρα σαν να μην συμβαίνει τίποτα…
Ο κόσμος κάθεται και πίνει τον καφέ του με τα μάτια πρησμένα από τον ύπνο και την ανάσα ακόμα στυφή από τα όνειρα που δεν θυμάται, κι αν τα θυμάται … χειρότερα ακόμα
Ένας μονότονος ήχος φτάνει στα αφτιά τους
Οξύς εκνευριστικός, χωρίς καμιά τελεία, ίσως χωρίς καμία ανάσα στην μελωδία του
Γυναικεία φωνή παράλογη και επώδυνη συνεχής σε ακατανόμαστο λόγο σε απερίγραπτη χροιά μέδουσας.
Σκάσε πια φωνάζει κάποιος…..
Συνεχίζει το κολασμένο της τραγούδι…. Θεέ μου κάνε την να πάψει..
Θεέ μου κάνε να πάψω να είμαι εδώ τόσο μόνη …
Ο καφές πληγώνει τη γαμημένη μου γλώσσα …. Πουθενά κανείς να την κάνει να πάψει…
Βοήθεια … μου τρυπάει το κεφάλι ο ήχος… μου τρυπάει το μυαλό το προδομένο σ αγαπώ… ο φίλος που ξέρασε τα απόκρυφα μου εκεί που δεν έπρεπε…
Βοήθεια θεέ, άγγελε , δαίμονα ,
Σπαράζει στο κεφάλι μου η ανίερη ηχώ της .. χαράζει στον αέρα ματωμένες μαχαιριές..
Κράτησε με στη λογική μην με κάνεις και μένα μέδουσα…..
Μοναξιά… τίποτα … κανείς δεν διαβάζει τον αναστεναγμό μου…
Δεν με νοιάζει κι ας πονάει …. Πονάει τόσο που δεν έχει καμία ηδονή πια ο πόνος
Είναι καθαρός και κολασμένος. Καίει σαν αιδοίο μετά από αντιβίωση… καίει σαν πόνος τόσο αιχμηρός που δεν καταλαβαίνεις που τον νιώθεις πια….
Χαμογέλα στο δάκρυ , άστο να κυλήσει μην το αφήσεις να σε πνίξει….
Πονάει ο θάνατος περισσότερο από τον ερώτα άραγε…
Άκου με
Άκου με να τραγουδώ το θρήνο μου τον ανορθόγραφο….
Κανείς δεν ακούει το τραγούδι του κύκνου γιατί δεν τον αντέχει στο μακάβριο ανατρίχιασμα του κι ας κάθονται παράμερα να τον παρατηρούν .
Φίλε που με πρόδωσες τραγούδα μαζί μου κι ας μην το παραδέχεσαι..
Δεν θα σε κάνω εγώ να μεγαλώσεις γιατί δεν είμαι θεός
Το τίποτα είμαι
Ένας λυγμός πνιγμένος σε ένα στέρνο
Ένας λυγμός πνιγμένος στο άκουσμα του λυγμού για άλλη αγαπημένη….
Η φωνή συνεχίζει να τρυπάει τον αφαλό μου
Σταμάτα σε παρακαλώ ξεφωνίζει το μυαλό
Κλείσε το ραδιόφωνο
Αχ δαίμονα που με έφερες να ψυχορραγώ φωνάζοντας βοήθεια…
Δεν μπορώ να απολαύσω το ανίερο σου γαμήσι
Απλά ξεψυχώ….
Ήχος συνεχείς ήχος ήχος ήχος ήχος ήχος οδυνηρός

Σ αγαπώ ,

Σ ευχαριστώ..

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Καθρέφτης



Κρακ , έκανε σπάζοντας .

Τα σπασμένα κομμάτια έμειναν στη θέση τους, στην παγωμένη ένωση τους.

Ο παραμορφωμένος αντικατοπτρισμός σου σε φοβίζει τώρα λίγο.

Είναι σαν εκείνα τα εφιαλτικά οράματα που έχει κανείς, λίγο πριν την αρπαγή του Μορφέα.

Υπήρχε όμως κάποια εποχή, που αυτός ο καθρέφτης σου έδινε τόση απόλαυση κοιτάζοντας τον.

Μαγικός?

Όσο μαγικός μπορεί να είναι ο έρωτας. Το είδωλο αλλάζει συνεχώς! Γίνεσαι ιππότης, γίνεσαι πόρνη, γίνεσαι άγγελος, γίνεσαι δαίμονας..

Τώρα η μύτη έχει ξεφύγει από το κέντρο της όψης σου,

Το στόμα ερημωμένο, μένει σε μορφασμό πικρό,

Το ένα μάτι είναι δίπλα στο αντικρινό φρύδι..

Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, αν σε αγγίξω τώρα θα κοπώ.

Θα ματώσω..

Σε αφήνω λοιπόν στη θέση σου να στολίζεις το χώρο με τη μακάβρια ομορφιά σου!

Γιατί τι άλλο μπορεί να μυρίσει ένα παραμορφωμένο είδωλο παρά σήψη!

Τι άλλο μπορεί να θυμίσει ένας ακρωτηριασμένος έρωτας παρά θάνατο..


Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008




Η Κούνια


μάτια , χεράκια στόματα, ιστορήστε μου
το πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια , χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
το πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου
Καρυωτάκης


Όλα άρχισαν κάτω από ένα δέντρο. Ένα από εκείνα που ο ίσκιος τους σε φωνάζει να ξαποστάσεις μετά από τον περίπατο.
Στο ένα κλαδί κάποιος είχε κρεμάσει μια κούνια. Απόμενε μονάχη της μέσα στη δροσιά να κινείται ρυθμικά στον αναστεναγμό του αέρα.
Εκεί τον συνάντησε πρώτη φορά.
Είχε ξεφύγει από την προστασία της μητέρας για να κάνει εξερεύνηση. Η αίσθηση της ελευθερίας όταν αρχίζεις να τρέχεις ανάμεσα στα δέντρα είναι μεθυστική. Έτρεχε λοιπόν εκείνη στην ηλικία των 8 της χρόνων και ένιωθε πως πετούσε. Στην αρχή φανταζόταν πως κάλπαζε πάνω σ ένα λευκό άλογο, έπειτα όμως η ταχύτητα την παρέσυρε και αποφάσισε πως ήταν ένα λευκό μπαλόνι που το έκλεψε ο αέρας και πετούσε ανέμελα ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποια στιγμή όμως ξέπνοη πια, σταμάτησε να δει που ήταν. Έμεινε να αφουγκράζεται το τραγούδι της εξοχής. Μονότονο ισοκράτημα ο ήχος των τζιτζικιών στο τιτίβισμα των πουλιών δεν επέτρεπε να ακούσει τα γέλια και τις ομιλίες της οικογένειας απ την οποία είχε ξεκόψει.
Τότε είδε το δέντρο. Αρχικά , έτσι όπως την τύφλωνε η λιακάδα , της φάνηκε σαν να είδε μια πανύψηλη γυναίκα. Κατόπιν όμως το θαύμασε στην πραγματική του υπόσταση. Με την καταπράσινη ανοιξιάτικη του φυλλωσιά να χορεύει στην μυρωμένη αύρα.
- Μια κούνια, αναφώνησε και έτρεξε περίχαρο το μικρό κορίτσι.
Πόσο ψηλά μπορώ να φτάσω άραγε, σκέφτηκε σκαρφαλώνοντας. Χαρούμενα τραγούδια έβγαιναν απ' το μικρό το στόμα. Ξέχασε τα πάντα. Τη μητέρα που θα είχε τρελαθεί απο ανησυχία, το μεγάλο αδερφό που μπορεί να την έψαχνε, τον πατέρα που θα επίπληττε τη μητέρα για την αμέλεια της.
Ξεκαρδιζόταν τώρα καθώς τα πόδια της σκίζανε τον αέρα. Κάθε φορά και λίγο πιο ψηλά και λίγο πιο ψηλά.
- Αν αφήσω τα χέρα μου τώρα λες να πετάξω, αναρωτήθηκε..
- οχι οχι θα χτυπήσεις άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της , ενώ μια άλλη της έλεγε, Μην είσαι δειλή , απλα θα πετάξεις ψηλά και μετά θα προσγειωθείς απαλά στο χορτάρι.
Δεν χρειάστηκε όμως να αφήσει τα χέρια της. Η κούνια αναποδογύρισε απ την πολύ ορμή και το κορίτσι βρέθηκε με τα γόνατα και τα χέρια καταματωμένα.
Καυτός βγήκε ο χείμαρρος των δακρύων από τα μάτια της. Λυγμοί σκίζανε το παιδικό το στήθος.
- Γιατί κλαις? άκουσε μια φωνή πίσω της.
Γύρισε και είδε ένα αγόρι στην ηλικία της περίπου η ίσως και μεγαλύτερο ντυμένο στα ναυτικά.
Σταμάτησε το κλάμα από ντροπή. - Δεν κλαίω του είπε ρουφώντας τη μύτη της, αλλά να... του έδειξε τα γδαρμένα γόνατα και χέρια. Για την πληγωμένη περηφάνια ήταν μικρή για να του πει. .
Και δειλή και χτυπημένη, σκέφτηκε, δεν είχε καν προσπαθήσει να πετάξει..
Το αγόρι έβαλε τα γέλια. - Έτσι είναι τα κορίτσια , είπε, είναι τόσο κουτά που πάντα πέφτουνε και χτυπάνε και μετά μυξοκλαίνε. Από την κούνια έπεσες μικρή?
- Ούτε μικρή είμαι ούτε κουτή, κι αν θες να ξέρεις πήγα τόσο ψηλά με την κούνια που δεν έχει φτάσει άλλος κανείς. Αν δεν είχε αναποδογυρίσει τώρα θα με κοίταζες εσύ ο έξυπνος να πετάω ψηλά...
Το αγόρι συνέχισε να ξεκαρδίζεται. Καλά είπε τότε σε αφήνω να ξαναπροσπαθήσεις , και γύρισε να φύγει.
- Ει, που πας, του φώναξε.
- Πάω να σαλπάρω με το πειρατικό μου καράβι.
- Σιγά μην είσαι πειρατής.
- Κι όμως είμαι.
- Δεν είσαι.
Τα γδαρμένα γόνατα και χέρια δεν υπήρχαν πια. Ήταν και οι δυο ανεβασμένοι πάνω στο δέντρο, στα μεγάλα του κλαδιά και τώρα πια ήταν ένα μεγάλο κουρσάρικο.
Ένα βρώμικο σεντόνι που ο μικρός καπετάνιος είχε κρύψει σε ένα θάμνο εκεί γύρω είχε δεθεί στα κλαδιά δίπλα στην κούνια και τους έδινε πορεία.
Όλο εκείνο το καλοκαίρι συναντιόνταν στο μαγικό εκείνο ξέφωτο του δάσους και κούρσευαν τα άλλα πειρατικά πλοία για να μοιράσουν έπειτα τα λάφυρα στους φτωχούς.
Ποτέ πια δεν την είπε κουτή και κορίτσι, γιατί ήταν πιο γενναία απ όλα τα αγόρια που ήξερε. Ήταν ο πιο άγριος σύντροφος που είχε κάνει ποτέ μέχρι τώρα στα επικίνδυνα φανταστικά του ταξίδια.
Μια μέρα του είπε τι έγινε στη κούνια εκείνη την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. Παρά λίγο να πετάξω ,του είπε ,αλλά μετά αναποδογύρισε η κούνια.
- Αν άφηνες τα χέρια σου θα έσκαγες σαν το καρπούζι της έιπε εκείνος.
- Αυτά τα λες γιατί είσαι δειλός, του είπε. Εγώ είμαι πιο γενναία από σένα. Άμα θες κάτι πολύ γίνεται.
- και γιατί δεν το κάνεις τώρα της είπε?
- Γιατί άμα με βλέπεις θα φοβηθώ και θα πέσω. Απλά δεν πρέπει να φοβάσαι.
- Είσαι ψεύτρα να τι είσαι..
Μετά όμως φιλιώσαμε γιατί τους έκανε επίθεση ο φοβερός κοκκινογένης.
Έφτασε όμως κάποτε το φθινόπωρο και το κορίτσι έπρεπε να φύγει. Το αγόρι θα έμενε πίσω. Υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον να ξαναβρεθούν το επόμενο καλοκαίρι.
Ο καιρός περνούσε με μαθήματα και βιβλία και κάθε βράδυ το κορίτσι ονειρευόταν μακρινά ταξίδια στη θάλασσα με το μαγικό τους καράβι.
Το επόμενο καλοκαίρι έτρεξε πάλι στο δέντρο τους. Πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους εκεί. Πρώτη ώρα και πριν να ταχτοποιήσουν τα πράγματα που έφερναν μαζί τους.
Το δέντρο ήταν εκεί μέσα στο πράσινο μεγαλείο του , μα η κούνια σπασμένη.
Τα σκοινιά ήταν κομμένα από ψηλά και το ξύλο τσακισμένο βάρβαρα απο κάτι βαρύ και αιχμηρό.
Κάθε μέρα πήγαινε και περίμενε να φανεί μα του κάκου. . Προσπάθησε να παίξει μόνη της μα δεν ήταν το ίδιο.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει να τον γυρέψει. Ελάχιστα σπίτια υπήρχαν πέρα απο το δάσος. Όπου ρώτησε κανείς δεν της έδινε μια σίγουρη απάντηση. Την κοιτούσαν περίεργα και της έλεγαν να γυρίσει σπίτι της.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού που έμοιαζε να είναι παρατημένο. Ψηλά χορτάρια υπήρχαν στην αυλή και τα αγκάθια της έσκιζαν τα ρούχα που φορούσε.
Κανείς δεν απαντούσε. Όπως έκανε να φύγει όμως, πρόσεξε πως υπήρχε ένα μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη για να πηδήξει μέσα.
Το σπίτι ήταν παρατημένο από καιρό και όχι μόνο αυτό. Σαν να είχε βάρβαρα λεηλατηθεί από κάποιον. Υπήρχαν όμως σημάδια πως ενώ ζούσε κανονικά μέσα εκεί , σαν να αποφάσισε να φύγει ξαφνικά διαλύοντας το νοικοκυριό.
Στρώματα αναποδογυρισμένα μέσα στα δωμάτια , πεταμένα πράγματα τριγύρω, σπασμένα γυαλικά.
Πάνω σε ένα τραπέζι δυο μανικετόκουμπα δίπλα σ ένα βιβλίο με τον σελιδοδείχτη στη μέση. Ιστορίες με πειρατές, έγραφε ο τίτλος.
Λίγο τρομαχτικά της φάνηκαν όλα αυτά κι ένιωσε κρύο ιδρώτα στη ραχοκοκαλιά της. Έκανε να φύγει μα τότε το είδε. .
Ένας μεγάλος πίνακας ήταν ακουμπισμένος στο πάτωμα του σαλονιού όρθιος.
Ενα μικρό αγόρι ντυμένο στα ναυτικά με τα τεράστια μάτια του να λάμπουνε απο ευτυχία. .
Το βράδυ που γύρισε σπίτι η μητέρα της την έβαλε τιμωρία που άργησε.
- Δεν θέλω να γυρνάς μόνη σου στο δάσος της είπε. Από δω κι εμπρός μόνο με τον αδερφό σου. . Το ξέρεις πως ένα αγοράκι σκοτώθηκε πέρσι σ εκείνο το δάσος? Έπεσε από μια κούνια κι έσπασε το κεφάλι του. Δεν θέλω να μου πάθεις τίποτα. Παναγιά μου, ο φτωχός πατέρας τρελάθηκε είπανε..
Το κορίτσι δεν δάκρυσε μόνο συνέχισε να το σκάει, να πηγαίνει στο δέντρο και να τρώει τιμωρία.
Ότι και να γίνει εγώ να ξέρεις θα ξαναγυρνάω εκεί, φώναζε στη μητέρα.
Και πάντα ξαναγυρνούσε σε εκείνο το ίδιο δέντρο....

Ο πίνακας στο σαλόνι


Θυμάμαι εκείνο το απόγευμα το φθινοπωρινό, που τα μαγεμένα μάτια μας αντικρίζανε για πρώτη φορά τον ουρανό μενεξεδένιο..

Ήταν η εικόνα τόσο μαγική ή ήταν το χέρι σου μέσα στο δικό μου που ήταν σαν να αντίκριζα πρώτη φορά το πρόσωπο του θεού.

Συννεφιασμένος ο ουρανός ο γαλάζιος, μα τα χρώματα βυσσινιά και μωβ, την πρώτη άνοιξη της ύπαρξης επικαλείται. Δεν τόλμησα να αρθρώσω λέξη γιατί τα χείλη μου ζητούσαν να ρουφήξουν το δικό σου ψίθυρο. Έτσι έμεινα να αφουγκράζομαι το τίποτα, που ήταν τα πάντα.

Την ανάσα σου.
Μετά έφυγες και έμεινα μόνη. Πόση ευτυχία μέσα στο σκοτάδι, να μυρίζω το μυρωμένο από το άγγιγμα σου, χέρι μου.

Έμεινα εκεί να αιωρούμαι στην ανάμνηση σου.
Στην ανάμνηση της εικόνας του θεού, που μόνο ο έρωτας με τόσο απλότητα μπορεί να φανερώσει.

¨Το όνειρο αυτό , σαν πίνακα το κρέμασα στο σαλόνι μου να το κοιτάζω και να προσεύχομαι. .

Αιχμηρός ο ήχος του ρολογιού μέσα στο πρωινό το όνειρο πληγώνει την φρονιμάδα του.
Ο καφές είναι πικρός . Πάλι δεν τον πέτυχε. Από τότε που έκοψε τη ζάχαρη, αυτή η πρωινή συνήθεια έχει χάσει την μισή της ομορφιά.

Έλα κουράγιο , είπε στον εαυτό της, θα γυρίσεις το μεσημέρι να φας και να ξανακοιμηθείς.

Πως γίνεται όταν έχει κανείς αργήσει να εξαφανίζονται όλα τα ταξί από το δρόμο, λες και μόνο το γεγονός της αργοπορίας να σε έχει στοιχειώσει με κακό ξόρκι.

Ο ήχος από τα πλήκτρα του υπολογιστή είναι εκνευριστικός στην μέση της ημέρας, όσο καθησυχαστικός είναι όταν ξεκινάς το πρωί και έχεις επιτέλους φτάσει στο οικείο περιβάλλον του γραφείου σου.

Τα μάτια πονάνε από τους στεγνούς φακούς και εκείνη η καταραμένη φαγούρα που κονόμησε από τα αντιβιοτικά δεν λένε να την αφήσουν ήσυχη εδώ κι ένα μήνα.

- Γεια, άκουσε δίπλα της. Ένιωσε το βλέμμα μα δεν πρόλαβε να το δει με τα θαμπωμένα μάτια της.

- Τι έγινε, δήθεν αδιάφορα μίλησε κι εκείνη , σαν μην περιμένει απάντηση.

Προς τι η δήθεν αδιαφορία? Αφού φαίνεται το πράγμα. Γιατί θα έπρεπε να κρυφτεί?
Ποιος ο λόγος να κρύβει κανείς αυτά που νιώθει? Τον έρωτα , την οδύνη, τον ερωτισμό?
Κοινωνικοί περιορισμοί. Να κρατάμε μια αξιοπρέπεια βρε αδερφέ.

Μπαρμπούτσαλα. Για να προστατευθείς ίσως?

Αν είσαι τόσο άθλιος ώστε να σκίσεις τον άνθρωπο που σε κοιτάζει με αγάπη, κάνε το αφού μπορείς.

Είσαι άξιος της μοίρας σου. Όσο και ο άλλος φυσικά που τόσο απροκάλυπτα σου ξεγυμνώνει την ψυχή του.

Σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα και το καταραμένο στρινγκ την ταλαιπωρεί αφάνταστα αλλά νιώθει όλα τα μάτια στον λικνιζόμενο πισινό της οπότε δαγκώθηκε και έκανε υπομονή μέχρι το μπάνιο.

Τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της . Γνώριζε τι σκεπτόταν , δεν την ένοιαζε όμως. Μέχρι εκεί μπορεί να φτάσει το μυαλό το ανθρώπινο. Μέχρι την ικανοποίηση των βασικών αναγκών.

Είναι τόσο κρίμα να μην σε αναγνωρίζει κάποιος που έχει πιει από την ψυχή σου και να μεταφράζει αυτήν την οικειότητα σε απλή σωματική πείνα, σκέφτηκε…

Το σκοτάδι δεν είναι τόσο πυκνό.
Μια ολόγιομη σελήνη φωτίζει τον ουρανό με φως ιερό.
Δεν ξέρω που βρίσκομαι. Μόνο καταλαβαίνω πως πονάω φρικτά παντού.
Τα μάτια μου αντικρίζουν την κυρά της νύχτας να κρέμεται σαν στολίδι στο μέτωπο του μπλε βελούδινου ουρανού.

Η κάθε αναπνοή μου φέρνει δάκρυα στα μάτια και νιώθω πως είμαι ξαπλωμένη κάπου κρύα και σκληρά.

Στα ρουθούνια μου φτάνει μυρωδιά πεθαμένων λουλουδιών και γεύση αίματος μου φαρμακώνει το στόμα. Ακούω μια φωνή να φωνάζει ένα άγνωστο όνομα.
Προσπαθώ να μιλήσω μα δεν βγάζω άχνα καθώς μου είναι αδύνατον να κινηθώ. Τον βλέπω τώρα. Είναι σκυμμένος από πάνω μου. Τα μάτια μου βουτάνε στα δικά του λατρεμένα μάτια, που τώρα με κοιτάνε με φρίκη.
Μου μιλάς αγαπημένε σε γλώσσα άγνωστη και τα μάτια σου τρέχουν δάκρυα.

Μάλλον κλαίω κι εγώ γιατί νιώθω να βρέχεται το πρόσωπο μου με κάτι ζεστό.
Η μήπως ματώνω κι εκεί΄?
Σ ‘ ακούω να θρηνείς κι εγώ σε εκλιπαρώ για κάτι και συγχρόνως σε καθησυχάζω .
Ένα υπέροχο ξίφος κρέμεται τώρα πάνω από το στέρνο μου. Ένα από αυτά που χαίρεσαι να τα βλέπεις να σχίζουν τον αέρα.
Δεν είναι εντυπωσιακό που ο άνθρωπος έχει φτιάξει τόσο όμορφα αντικείμενα για να σπέρνουν θάνατο?

Ο ήχος του ξίφους ήταν ανατριχιαστικός την στιγμή που έσπαγε τα οστά του στέρνου. Δεν ένιωσα πόνο, μόνο που αυτός ο ήχος έμοιαζε να είναι ότι πιο εφιαλτικό έχω βιώσει.

Τα μάτια της άνοιξαν απότομα πριν να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε κι έφτιαξε καφέ με τρεις κουταλιές ζάχαρη. Τηλεφώνησε στη δουλειά και τους είπε πως δεν ένιωθε καλά και κάθισε να κοιτάζει τον πίνακα στο σαλόνι χαμογελώντας.

Μετά από λίγο έκανε μια κλήση σε ένα κινητό τηλέφωνο.

Καλημέρα , είπε. Θέλω να σου πω κάτι. Πήρα να σου πω πως σ’ αγαπώ. Απλά σ’ αγαπώ. Τον συνδυασμό φωτός και σκοταδιού που κουβαλάει η ψυχή σου. Αντε και καλή δουλειά ..
Έκλεισε κι άναψε τσιγάρο κι ας το είχε κόψει …

Το Μαγγανοπήγαδο




Τεράστιο έλαμπε το φεγγάρι στ’ ουρανού το φόντο.
Ήταν η νύχτα γλυκιά. Αν και πρώτη Φλεβάρη παραμονή της υπαπαντής, η ατμόσφαιρα μόνο παγωμένη δεν ήταν κάτω από το ασήμι της σελήνης.
Η αυλή φάνταζε σαν μαγικά χιονισμένη στα αθώα μάτια του.
Γίνονται ακόμη θαύματα όταν είσαι 7 χρονών.
Στη μέση της αυλής με τα ασημένια δέντρα , έστεκε το μαγγανοπήγαδο.
Εκεί, του έλεγαν σαν ήταν πιο μικρός πως κοιμόταν το στοιχειό και πως αν ήταν άτακτος θα ερχόταν να τον αρπάξει.
Το στοιχειό στη παιδική φαντασία έπαιρνε σχήματα μεγέθη απροσδιόριστα. Ήταν εκείνη η εικόνα που αρνιόταν το μυαλό να διακρίνει από τρόμο. Ακαθόριστη και τρομερή τον έλουζε με κρύο ιδρώτα τα βράδια που είχε σκοτεινιά έξω.
Τώρα όμως.. τώρα ήταν μαγικά μ’αυτό το υπέροχο φανάρι πάνω από τις πορτοκαλιές του κήπου. Ακόμα και το μαγγανοπήγαδο δεν φάνταζε τόσο τρομερό… μάλλον γοητευτικά μυστηριώδες στα μεγάλα αθώα μάτια του.
Σιγουρεύτηκε πως όλοι κοιμούνται και έσπρωξε την πόρτα. Έτριξε ανεπαίσθητα κάνοντας τη μικρή καρδιά στο στήθος του να χτυπάει τρελά.
‘’Δεν είμαι δειλός σκέφτηκε, είμαι γενναίος σαν ιππότης και σίγουρα δεν φοβάμαι το στοιχειό. Αν όμως κοιμάται μπορώ να το σκοτώσω. Έχω στην αυλή μου τέτοιο στοιχειό και θα το αφήσω να ζει και να κυνηγάει τα παιδιά όλου του κόσμου?’’
Πήρε το σκουπόξυλο που ήταν πεταμένο σε μια γωνιά και πλησίασε το πηγάδι που ήταν στο ξέφωτο του κήπου. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που φοβόταν πως θα ξυπνήσει τους γονείς και την αδερφή του που κοιμόντουσαν μέσα στο σπίτι.
Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και κοίταξε το φεγγάρι για άλλη μια φορά . Να του δώσει κουράγιο ίσως. Κάτι σαν προσευχή είχε αυτό το βλέμμα του μικρού ιππότη.
Ήταν εκεί τώρα, εκεί που είχε βρεθεί τόσες πολλές φορές στη διάρκεια της μέρας.
Κοίταξε και είδε. Ναι, το είδε. Μα δεν ήταν κανένα φοβερό στοιχειό αυτό που είδε.
Ήταν μια όμορφη κυρά. Το πρόσωπο της σαν μαργαριτάρι στολιζε το νερό και τα μαλλιά της κυλούσαν τριγύρω γλύφοντας λαίμαργα του πηγαδιού τα τοιχώματα.
Σαν ήλιος φάνταζε μέσα στο σκοτεινό το στόμα.
Κι εκεί σαν να του έγνεφε, έλα , έλα και να γελάει….
Ένα γέλιο γάργαρο να του ξεδιψά τη ξέφρενη καρδιά.
‘Άπλωσε το παιδικό χέρι να αγγίξει το πρόσωπο το υγρό μα δεν το έφτανε και έτσι σκαρφάλωσε επάνω…
Το παγωμένο πρόσωπο του φεγγαριού έλαμπε πιο φωτεινό τώρα μέσα απ’ το νερό.
Έμοιαζε να του γελάει , μα όσο κι αν άπλωνε το χέρι του πια, δεν μπορούσε να το αγγίξει.
Κι εκεί που ένιωσε το μικρό του στέρνο να πονά του φάνηκε σαν να άκουσε πάλι το γάργαρο της γέλιο….

Παίζω τα βράδυα τη Δυσδαιμόνα

Παίζω τα βράδυα τη Δυσδαιμόνα

Η υπενθύμιση άρχισε να βαράει για άλλη μια φορά εκείνο το πρωί του Ιούλη .
Ο ήχος είναι πια ενοχλητικός και η δόνηση που κάνει η συσκευή σε συνδυασμό με το ξύλο του κομοδίνου της τη δίνει στα νεύρα.
Ξύπνα χαρούμενη γράφει….
Ναι , γλυκιά μου ξύπνα χαρούμενη και λουζμένη στον άρρωστο ιδρώτα.
Τουλάχιστον δεν είχες να ξυπνήσεις από το χάραμα για να καβαλήσεις το τρισάθλιο πούλμαν και να λιώσεις στο ταξίδι.
Στην αρχή η ελληνική επαρχεία έχει μια απίστευτη γοητεία καθώς την ταξιδεύεις πάνω κάτω, μετά από λίγο καιρό όμως νιώθεις ότι δεν υπάρχει πια χρόνος κι εσύ επαναλαμβάνεις ξάνα και ξανά ένα ανιαρό ταξίδι μέσα στο χρόνο που αργά αλλά σταθερά σου ρουφάει τη ζωτικότητα και το κέφι για οτιδήποτε.
Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη . Θεούλη μου σκέφτηκε αυτό το πρόσωπο δεν ξεβάφεται ποτέ.
Η μάσκαρα κάτω από τα μάτια της τα είχε στολίσει με σκοτεινές σκιές που την έκαναν να μοιάζει με φιγούρα από γκόθικ ταινία τρόμου. Γέλασε. Να και κάτι ενδιαφέρον στην εμφάνιση της.
Το μισοκοιμισμένο της μυαλό αναδεύτηκε μέσα στο όνειρο που έβλεπε πριν από λίγη ώρα. Ηταν λέει ξαπλωμένη πάνω σε ένα τραπέζι φορώντας ένα μαυρό μεταξωτό φόρεμα κουρελιασμένο. Τα στήθη της ήταν γυμνα καθώς και η κοιλιά της. Ντρεπόταν αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Γύρω της άντρες με γυαλιά την κοιτούσαν με επιστημονικό ενδιαφέρον . Και ντρεπόταν αλλά ήταν αδύνατον να κουνήσει και το μικρό της δαχτυλάκι ακόμα. Σκεφτόταν μέσα στον ύπνο της πως δεν πρέπει να ανοίξει τα μάτια της γιατί θα αντικρίσει τα πρόσωπα τους και αυτό την τρομοκρατούσε.
Τότε άκουσε χειροκροτήματα. Κάποιος άλλος ήρθε και παραμέρισε τους γυαλάκηδες.
Ανέβηκε επάνω της και άρχισε να την μυρίζει σαν να ήταν άγριο ζώο. Άκουγε τα ρουθούνια του να ανοίγουν κι ένιωθε την ανάσα του λαχανιασμένη πάνω στα στήθη της.
Δεν είμαστε καλά σκέφτηκε… Τι όνειρα βλέπει ο κόσμος. Πρέπει να πιω ένα καφέ να συνέλθω. Παρ όλο τον εφιάλτη όμως , αν ήταν άντρας θα είχε ξυπνήσει με στύση. Γέλασε που το σκέφτηκε αυτό.
Η μικρή πόλη ήταν σχεδόν έρημη. Άλλωστε ήταν μεσημέρι πια για τους κατοίκους.
Η ζέστη ήταν τόσο έντονη που το περπάτημα ήταν μεγάλος κόπος.
Γιατί να μην είμαι στην θάλασσα κοντά. Μια βουτιά θα ήταν το τέλειο για να διώξω από πάνω μου όλο αυτόν τον παράλογο ερωτισμό.
Στο καφενείο της πλατείας δεν ήταν κανείς. Καλύτερα θα απολαύσω τον καφέ μου χωρίς κωλόγερους που χαζεύουν την κοκκινομάλα θεατρίνα. Θα με δουν το βράδυ άλλωστε να παίζω κάτι πιο ενδιαφέρον από τον βαρετό εαυτό μου.
Τόση ησιχία όμως είναι … χριστέ μου ….
.
Μοιάζει σαν να πρόκειται κάτι να συμβεί . Κάτι στην κοιλιά της πάλι σφίχτκε. Πρέπει να πάω να κάνω κρύο μπάνιο μου φαίνεται.
Ένα αεροπλάνο πέταξε με μεγάλη φασαρία πάνω από το κεφάλι της. Μα γιατί πετάει τόσο χαμηλά? Ο καιρός είναι πολύ καλός.
Οσο πλησίαζε τόσο πιο πολύ φασαρία έκανε. Λες να έρθει καταπάνω μου , σκέφτηκε.
Η εικόνα στο κεφάλι της ήταν ολοζώντανη. Το αεροπλάνο μέσα στις φλόγες να πλησιάζει με τρελή ταχύτητα τα μάτια του τρομοκρατημένου πιλότου να την κοιτάν με συγνώμη για τον επικείμενο θάνατο της και αυτή να μην έχει την ετοιμότητα να αρχίσει να τρέχει να ξεφύγει. Ο κρότος θα ήταν εκκωφαντικός. Κανείς δεν θα μπορούσε να ανακαλύψει ούτε τα κόκαλα της μέσα από τις στάχτες. Θα εξαφανιζόταν και δεν θα ήξερε κανένας που βρισκόταν. Θα λέγανε πως βαρέθηκε και έφυγε να αλλάξει ζωή , πως θα πήγαινε σε κάποιο βουνό να ζήσει μόνη της με τα πουλιά …
- Να σου κάνω παρέα η θέλεις να μείνεις μόνη σου?
Απότομο το ξύπνημα την ενόχλησε σχεδόν από την ηδονική φαντασίωση του θανάτου.
- Όχι κάθησε αν θέλεις. Ο συνάδελφος που βαρίοταν όσο βαριόταν κι εκείνη κάθισε στην διπλανη καρέκλα του καφενείου.
- Πως πέρασες εχτες. Εξαφανίστηκες πολύ γρήγορα μετά την παράσταση σαν την κυνηγημένη.
- Ναι ήθελα να μείνω μόνη. Πήγα και ήπια ένα ποτό σε μια καφετέρια αλλα μου την έπεσε ένας τύπος και σηκώθηκα και έφυγα.
-Ε δεν βλέπουν συχνά γυναίκες μόνες τους εδώ πέρα κορίτσι μου , τι περιμένεις να κάνουν δηλαδή?
- Ναι δίκιο έχεις. Εσύ πως πέρασες?
- Πήγαμε όλοι μαζί και φάγαμε κάτι μπριζόλες. Εχει ωραία κρέατα εδώ πάνω. Μετά γύρισα στο ξενοδοχείο να χωνέψω σαν το φίδι.
- Ναι αυτό ήθελα να αποφύγω. Δεν μπορούσα να φάω , να πιω ήθελα.
- Θέλεις απόψε να παμε να τα πιούμε οι δυο μας?
- Δεν ξέρω, θα δω. Νιώθω περίεργα. Σαν να με κυνηγάει κάτι..
- Καλα ότι πεις. Εγώ εδώ θα είμαι.
Μάλλον κι αυτός θα ξύπνησε με στύση σκέφτηκε και χαμογέλασε…
Αι σιχτίρ με την περιοδεία. Όλοι με το πράμα μας ασχολιόμαστε.. Δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε.
Στο στόμα της ένιωσε γεύση χώματος. Χώμα ανακατωμένο με αίμα. Αναγούλιασε. ¨Ηθελε να φύγει να φύγει , να πάει στη θάλασσα ή να καβαλήσει αυτόν τον αδιάφορο τύπο να ξεθυμάνει. Αυτό όμως της έφερνε περισσότερη αναγούλα..
- Λες να γίνει σεισμός τον ρώτησε?
- Μέσα σου γίνεται σεισμός νομίζω είπε χαμογελαστά?
Τον κοίταξε με απορία. Ήταν αυτός που την παρατηρούσε όλη τη χρονιά χωρίς εκείνη να του δίνει καμία μα καμία σημασία.
Ανόητες που είμαστε οι γυναίκες. Γιατί να μην μπορώ να κάνω κατάσταση με αυτό το παλικάρι τώρα? Αφού είναι τόσο καλό παιδί, εμένα γιατί δεν μου αρέσει?
Το όνειρο πάλι ήρθε στο μυαλό της μαζί με την γεύση αίματος στο στόμα. Η ανάσα του κτηνώδους άντρα στα στήθη της. Η γλώσσα του στην κοιλιά της η μυρωδιά του, η μυρωδιά η μυρωδιά…..μαλλον της άρεσε η μυρωδιά του... Ελεος....
- Πάω να φάω κάτι . Έρχεσαι, τον κοίταξε ψυχρά, σχεδόν με μίσος.
- Ετσι που μου το λες φοβάμαι αλλά πάμε, έχουμε και παράσταση το βράδυ οπότε πρέπει να φάμε νωρίς.
- Ναι βέβαια.. Έλα πάμε θα σου κάνω το τραπέζι.
Ένα τρακτέρ πέρναγε από δίπλα τους με μεγάλη φασαρία για το μεσημέρι εκείνο .
Να τον σπρώξω να γεμίσω με αίματα το δρόμο σκέφτηκε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Χριστέ μου πότε θα τελειώσει όλο αυτό ? Θα τρελαθώ στο τέλος…
- Ελα πάμε να φάμε μπριζολίδια…