Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008




Η Κούνια


μάτια , χεράκια στόματα, ιστορήστε μου
το πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια , χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
το πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου
Καρυωτάκης


Όλα άρχισαν κάτω από ένα δέντρο. Ένα από εκείνα που ο ίσκιος τους σε φωνάζει να ξαποστάσεις μετά από τον περίπατο.
Στο ένα κλαδί κάποιος είχε κρεμάσει μια κούνια. Απόμενε μονάχη της μέσα στη δροσιά να κινείται ρυθμικά στον αναστεναγμό του αέρα.
Εκεί τον συνάντησε πρώτη φορά.
Είχε ξεφύγει από την προστασία της μητέρας για να κάνει εξερεύνηση. Η αίσθηση της ελευθερίας όταν αρχίζεις να τρέχεις ανάμεσα στα δέντρα είναι μεθυστική. Έτρεχε λοιπόν εκείνη στην ηλικία των 8 της χρόνων και ένιωθε πως πετούσε. Στην αρχή φανταζόταν πως κάλπαζε πάνω σ ένα λευκό άλογο, έπειτα όμως η ταχύτητα την παρέσυρε και αποφάσισε πως ήταν ένα λευκό μπαλόνι που το έκλεψε ο αέρας και πετούσε ανέμελα ανάμεσα στα δέντρα.
Κάποια στιγμή όμως ξέπνοη πια, σταμάτησε να δει που ήταν. Έμεινε να αφουγκράζεται το τραγούδι της εξοχής. Μονότονο ισοκράτημα ο ήχος των τζιτζικιών στο τιτίβισμα των πουλιών δεν επέτρεπε να ακούσει τα γέλια και τις ομιλίες της οικογένειας απ την οποία είχε ξεκόψει.
Τότε είδε το δέντρο. Αρχικά , έτσι όπως την τύφλωνε η λιακάδα , της φάνηκε σαν να είδε μια πανύψηλη γυναίκα. Κατόπιν όμως το θαύμασε στην πραγματική του υπόσταση. Με την καταπράσινη ανοιξιάτικη του φυλλωσιά να χορεύει στην μυρωμένη αύρα.
- Μια κούνια, αναφώνησε και έτρεξε περίχαρο το μικρό κορίτσι.
Πόσο ψηλά μπορώ να φτάσω άραγε, σκέφτηκε σκαρφαλώνοντας. Χαρούμενα τραγούδια έβγαιναν απ' το μικρό το στόμα. Ξέχασε τα πάντα. Τη μητέρα που θα είχε τρελαθεί απο ανησυχία, το μεγάλο αδερφό που μπορεί να την έψαχνε, τον πατέρα που θα επίπληττε τη μητέρα για την αμέλεια της.
Ξεκαρδιζόταν τώρα καθώς τα πόδια της σκίζανε τον αέρα. Κάθε φορά και λίγο πιο ψηλά και λίγο πιο ψηλά.
- Αν αφήσω τα χέρα μου τώρα λες να πετάξω, αναρωτήθηκε..
- οχι οχι θα χτυπήσεις άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της , ενώ μια άλλη της έλεγε, Μην είσαι δειλή , απλα θα πετάξεις ψηλά και μετά θα προσγειωθείς απαλά στο χορτάρι.
Δεν χρειάστηκε όμως να αφήσει τα χέρια της. Η κούνια αναποδογύρισε απ την πολύ ορμή και το κορίτσι βρέθηκε με τα γόνατα και τα χέρια καταματωμένα.
Καυτός βγήκε ο χείμαρρος των δακρύων από τα μάτια της. Λυγμοί σκίζανε το παιδικό το στήθος.
- Γιατί κλαις? άκουσε μια φωνή πίσω της.
Γύρισε και είδε ένα αγόρι στην ηλικία της περίπου η ίσως και μεγαλύτερο ντυμένο στα ναυτικά.
Σταμάτησε το κλάμα από ντροπή. - Δεν κλαίω του είπε ρουφώντας τη μύτη της, αλλά να... του έδειξε τα γδαρμένα γόνατα και χέρια. Για την πληγωμένη περηφάνια ήταν μικρή για να του πει. .
Και δειλή και χτυπημένη, σκέφτηκε, δεν είχε καν προσπαθήσει να πετάξει..
Το αγόρι έβαλε τα γέλια. - Έτσι είναι τα κορίτσια , είπε, είναι τόσο κουτά που πάντα πέφτουνε και χτυπάνε και μετά μυξοκλαίνε. Από την κούνια έπεσες μικρή?
- Ούτε μικρή είμαι ούτε κουτή, κι αν θες να ξέρεις πήγα τόσο ψηλά με την κούνια που δεν έχει φτάσει άλλος κανείς. Αν δεν είχε αναποδογυρίσει τώρα θα με κοίταζες εσύ ο έξυπνος να πετάω ψηλά...
Το αγόρι συνέχισε να ξεκαρδίζεται. Καλά είπε τότε σε αφήνω να ξαναπροσπαθήσεις , και γύρισε να φύγει.
- Ει, που πας, του φώναξε.
- Πάω να σαλπάρω με το πειρατικό μου καράβι.
- Σιγά μην είσαι πειρατής.
- Κι όμως είμαι.
- Δεν είσαι.
Τα γδαρμένα γόνατα και χέρια δεν υπήρχαν πια. Ήταν και οι δυο ανεβασμένοι πάνω στο δέντρο, στα μεγάλα του κλαδιά και τώρα πια ήταν ένα μεγάλο κουρσάρικο.
Ένα βρώμικο σεντόνι που ο μικρός καπετάνιος είχε κρύψει σε ένα θάμνο εκεί γύρω είχε δεθεί στα κλαδιά δίπλα στην κούνια και τους έδινε πορεία.
Όλο εκείνο το καλοκαίρι συναντιόνταν στο μαγικό εκείνο ξέφωτο του δάσους και κούρσευαν τα άλλα πειρατικά πλοία για να μοιράσουν έπειτα τα λάφυρα στους φτωχούς.
Ποτέ πια δεν την είπε κουτή και κορίτσι, γιατί ήταν πιο γενναία απ όλα τα αγόρια που ήξερε. Ήταν ο πιο άγριος σύντροφος που είχε κάνει ποτέ μέχρι τώρα στα επικίνδυνα φανταστικά του ταξίδια.
Μια μέρα του είπε τι έγινε στη κούνια εκείνη την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. Παρά λίγο να πετάξω ,του είπε ,αλλά μετά αναποδογύρισε η κούνια.
- Αν άφηνες τα χέρια σου θα έσκαγες σαν το καρπούζι της έιπε εκείνος.
- Αυτά τα λες γιατί είσαι δειλός, του είπε. Εγώ είμαι πιο γενναία από σένα. Άμα θες κάτι πολύ γίνεται.
- και γιατί δεν το κάνεις τώρα της είπε?
- Γιατί άμα με βλέπεις θα φοβηθώ και θα πέσω. Απλά δεν πρέπει να φοβάσαι.
- Είσαι ψεύτρα να τι είσαι..
Μετά όμως φιλιώσαμε γιατί τους έκανε επίθεση ο φοβερός κοκκινογένης.
Έφτασε όμως κάποτε το φθινόπωρο και το κορίτσι έπρεπε να φύγει. Το αγόρι θα έμενε πίσω. Υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον να ξαναβρεθούν το επόμενο καλοκαίρι.
Ο καιρός περνούσε με μαθήματα και βιβλία και κάθε βράδυ το κορίτσι ονειρευόταν μακρινά ταξίδια στη θάλασσα με το μαγικό τους καράβι.
Το επόμενο καλοκαίρι έτρεξε πάλι στο δέντρο τους. Πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους εκεί. Πρώτη ώρα και πριν να ταχτοποιήσουν τα πράγματα που έφερναν μαζί τους.
Το δέντρο ήταν εκεί μέσα στο πράσινο μεγαλείο του , μα η κούνια σπασμένη.
Τα σκοινιά ήταν κομμένα από ψηλά και το ξύλο τσακισμένο βάρβαρα απο κάτι βαρύ και αιχμηρό.
Κάθε μέρα πήγαινε και περίμενε να φανεί μα του κάκου. . Προσπάθησε να παίξει μόνη της μα δεν ήταν το ίδιο.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει να τον γυρέψει. Ελάχιστα σπίτια υπήρχαν πέρα απο το δάσος. Όπου ρώτησε κανείς δεν της έδινε μια σίγουρη απάντηση. Την κοιτούσαν περίεργα και της έλεγαν να γυρίσει σπίτι της.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού που έμοιαζε να είναι παρατημένο. Ψηλά χορτάρια υπήρχαν στην αυλή και τα αγκάθια της έσκιζαν τα ρούχα που φορούσε.
Κανείς δεν απαντούσε. Όπως έκανε να φύγει όμως, πρόσεξε πως υπήρχε ένα μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη για να πηδήξει μέσα.
Το σπίτι ήταν παρατημένο από καιρό και όχι μόνο αυτό. Σαν να είχε βάρβαρα λεηλατηθεί από κάποιον. Υπήρχαν όμως σημάδια πως ενώ ζούσε κανονικά μέσα εκεί , σαν να αποφάσισε να φύγει ξαφνικά διαλύοντας το νοικοκυριό.
Στρώματα αναποδογυρισμένα μέσα στα δωμάτια , πεταμένα πράγματα τριγύρω, σπασμένα γυαλικά.
Πάνω σε ένα τραπέζι δυο μανικετόκουμπα δίπλα σ ένα βιβλίο με τον σελιδοδείχτη στη μέση. Ιστορίες με πειρατές, έγραφε ο τίτλος.
Λίγο τρομαχτικά της φάνηκαν όλα αυτά κι ένιωσε κρύο ιδρώτα στη ραχοκοκαλιά της. Έκανε να φύγει μα τότε το είδε. .
Ένας μεγάλος πίνακας ήταν ακουμπισμένος στο πάτωμα του σαλονιού όρθιος.
Ενα μικρό αγόρι ντυμένο στα ναυτικά με τα τεράστια μάτια του να λάμπουνε απο ευτυχία. .
Το βράδυ που γύρισε σπίτι η μητέρα της την έβαλε τιμωρία που άργησε.
- Δεν θέλω να γυρνάς μόνη σου στο δάσος της είπε. Από δω κι εμπρός μόνο με τον αδερφό σου. . Το ξέρεις πως ένα αγοράκι σκοτώθηκε πέρσι σ εκείνο το δάσος? Έπεσε από μια κούνια κι έσπασε το κεφάλι του. Δεν θέλω να μου πάθεις τίποτα. Παναγιά μου, ο φτωχός πατέρας τρελάθηκε είπανε..
Το κορίτσι δεν δάκρυσε μόνο συνέχισε να το σκάει, να πηγαίνει στο δέντρο και να τρώει τιμωρία.
Ότι και να γίνει εγώ να ξέρεις θα ξαναγυρνάω εκεί, φώναζε στη μητέρα.
Και πάντα ξαναγυρνούσε σε εκείνο το ίδιο δέντρο....

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

teleio glukoula mou

Jason Michailidis είπε...

Συνεχίζεις να με ταξιδεύεις.
Δεν θα το ξεπεράσει ποτέ λες, το κορίτσι αυτό που έγινε;

Ηaniel είπε...

Den borw na do an tha to xeperasei.. moiazei pws ohi, isos omos na megalosei grigorotera i isos na min megalosei kai katholou.. yparhoun polles ypotheseis pou boreis na kaneis kai na epilexeis.. gia mena to koritsi den efige pote apo ekei kai den apohoristike pote to filo tis..