Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008


Ο πίνακας στο σαλόνι


Θυμάμαι εκείνο το απόγευμα το φθινοπωρινό, που τα μαγεμένα μάτια μας αντικρίζανε για πρώτη φορά τον ουρανό μενεξεδένιο..

Ήταν η εικόνα τόσο μαγική ή ήταν το χέρι σου μέσα στο δικό μου που ήταν σαν να αντίκριζα πρώτη φορά το πρόσωπο του θεού.

Συννεφιασμένος ο ουρανός ο γαλάζιος, μα τα χρώματα βυσσινιά και μωβ, την πρώτη άνοιξη της ύπαρξης επικαλείται. Δεν τόλμησα να αρθρώσω λέξη γιατί τα χείλη μου ζητούσαν να ρουφήξουν το δικό σου ψίθυρο. Έτσι έμεινα να αφουγκράζομαι το τίποτα, που ήταν τα πάντα.

Την ανάσα σου.
Μετά έφυγες και έμεινα μόνη. Πόση ευτυχία μέσα στο σκοτάδι, να μυρίζω το μυρωμένο από το άγγιγμα σου, χέρι μου.

Έμεινα εκεί να αιωρούμαι στην ανάμνηση σου.
Στην ανάμνηση της εικόνας του θεού, που μόνο ο έρωτας με τόσο απλότητα μπορεί να φανερώσει.

¨Το όνειρο αυτό , σαν πίνακα το κρέμασα στο σαλόνι μου να το κοιτάζω και να προσεύχομαι. .

Αιχμηρός ο ήχος του ρολογιού μέσα στο πρωινό το όνειρο πληγώνει την φρονιμάδα του.
Ο καφές είναι πικρός . Πάλι δεν τον πέτυχε. Από τότε που έκοψε τη ζάχαρη, αυτή η πρωινή συνήθεια έχει χάσει την μισή της ομορφιά.

Έλα κουράγιο , είπε στον εαυτό της, θα γυρίσεις το μεσημέρι να φας και να ξανακοιμηθείς.

Πως γίνεται όταν έχει κανείς αργήσει να εξαφανίζονται όλα τα ταξί από το δρόμο, λες και μόνο το γεγονός της αργοπορίας να σε έχει στοιχειώσει με κακό ξόρκι.

Ο ήχος από τα πλήκτρα του υπολογιστή είναι εκνευριστικός στην μέση της ημέρας, όσο καθησυχαστικός είναι όταν ξεκινάς το πρωί και έχεις επιτέλους φτάσει στο οικείο περιβάλλον του γραφείου σου.

Τα μάτια πονάνε από τους στεγνούς φακούς και εκείνη η καταραμένη φαγούρα που κονόμησε από τα αντιβιοτικά δεν λένε να την αφήσουν ήσυχη εδώ κι ένα μήνα.

- Γεια, άκουσε δίπλα της. Ένιωσε το βλέμμα μα δεν πρόλαβε να το δει με τα θαμπωμένα μάτια της.

- Τι έγινε, δήθεν αδιάφορα μίλησε κι εκείνη , σαν μην περιμένει απάντηση.

Προς τι η δήθεν αδιαφορία? Αφού φαίνεται το πράγμα. Γιατί θα έπρεπε να κρυφτεί?
Ποιος ο λόγος να κρύβει κανείς αυτά που νιώθει? Τον έρωτα , την οδύνη, τον ερωτισμό?
Κοινωνικοί περιορισμοί. Να κρατάμε μια αξιοπρέπεια βρε αδερφέ.

Μπαρμπούτσαλα. Για να προστατευθείς ίσως?

Αν είσαι τόσο άθλιος ώστε να σκίσεις τον άνθρωπο που σε κοιτάζει με αγάπη, κάνε το αφού μπορείς.

Είσαι άξιος της μοίρας σου. Όσο και ο άλλος φυσικά που τόσο απροκάλυπτα σου ξεγυμνώνει την ψυχή του.

Σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα και το καταραμένο στρινγκ την ταλαιπωρεί αφάνταστα αλλά νιώθει όλα τα μάτια στον λικνιζόμενο πισινό της οπότε δαγκώθηκε και έκανε υπομονή μέχρι το μπάνιο.

Τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της . Γνώριζε τι σκεπτόταν , δεν την ένοιαζε όμως. Μέχρι εκεί μπορεί να φτάσει το μυαλό το ανθρώπινο. Μέχρι την ικανοποίηση των βασικών αναγκών.

Είναι τόσο κρίμα να μην σε αναγνωρίζει κάποιος που έχει πιει από την ψυχή σου και να μεταφράζει αυτήν την οικειότητα σε απλή σωματική πείνα, σκέφτηκε…

Το σκοτάδι δεν είναι τόσο πυκνό.
Μια ολόγιομη σελήνη φωτίζει τον ουρανό με φως ιερό.
Δεν ξέρω που βρίσκομαι. Μόνο καταλαβαίνω πως πονάω φρικτά παντού.
Τα μάτια μου αντικρίζουν την κυρά της νύχτας να κρέμεται σαν στολίδι στο μέτωπο του μπλε βελούδινου ουρανού.

Η κάθε αναπνοή μου φέρνει δάκρυα στα μάτια και νιώθω πως είμαι ξαπλωμένη κάπου κρύα και σκληρά.

Στα ρουθούνια μου φτάνει μυρωδιά πεθαμένων λουλουδιών και γεύση αίματος μου φαρμακώνει το στόμα. Ακούω μια φωνή να φωνάζει ένα άγνωστο όνομα.
Προσπαθώ να μιλήσω μα δεν βγάζω άχνα καθώς μου είναι αδύνατον να κινηθώ. Τον βλέπω τώρα. Είναι σκυμμένος από πάνω μου. Τα μάτια μου βουτάνε στα δικά του λατρεμένα μάτια, που τώρα με κοιτάνε με φρίκη.
Μου μιλάς αγαπημένε σε γλώσσα άγνωστη και τα μάτια σου τρέχουν δάκρυα.

Μάλλον κλαίω κι εγώ γιατί νιώθω να βρέχεται το πρόσωπο μου με κάτι ζεστό.
Η μήπως ματώνω κι εκεί΄?
Σ ‘ ακούω να θρηνείς κι εγώ σε εκλιπαρώ για κάτι και συγχρόνως σε καθησυχάζω .
Ένα υπέροχο ξίφος κρέμεται τώρα πάνω από το στέρνο μου. Ένα από αυτά που χαίρεσαι να τα βλέπεις να σχίζουν τον αέρα.
Δεν είναι εντυπωσιακό που ο άνθρωπος έχει φτιάξει τόσο όμορφα αντικείμενα για να σπέρνουν θάνατο?

Ο ήχος του ξίφους ήταν ανατριχιαστικός την στιγμή που έσπαγε τα οστά του στέρνου. Δεν ένιωσα πόνο, μόνο που αυτός ο ήχος έμοιαζε να είναι ότι πιο εφιαλτικό έχω βιώσει.

Τα μάτια της άνοιξαν απότομα πριν να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε κι έφτιαξε καφέ με τρεις κουταλιές ζάχαρη. Τηλεφώνησε στη δουλειά και τους είπε πως δεν ένιωθε καλά και κάθισε να κοιτάζει τον πίνακα στο σαλόνι χαμογελώντας.

Μετά από λίγο έκανε μια κλήση σε ένα κινητό τηλέφωνο.

Καλημέρα , είπε. Θέλω να σου πω κάτι. Πήρα να σου πω πως σ’ αγαπώ. Απλά σ’ αγαπώ. Τον συνδυασμό φωτός και σκοταδιού που κουβαλάει η ψυχή σου. Αντε και καλή δουλειά ..
Έκλεισε κι άναψε τσιγάρο κι ας το είχε κόψει …

Δεν υπάρχουν σχόλια: