Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008


Το Μαγγανοπήγαδο




Τεράστιο έλαμπε το φεγγάρι στ’ ουρανού το φόντο.
Ήταν η νύχτα γλυκιά. Αν και πρώτη Φλεβάρη παραμονή της υπαπαντής, η ατμόσφαιρα μόνο παγωμένη δεν ήταν κάτω από το ασήμι της σελήνης.
Η αυλή φάνταζε σαν μαγικά χιονισμένη στα αθώα μάτια του.
Γίνονται ακόμη θαύματα όταν είσαι 7 χρονών.
Στη μέση της αυλής με τα ασημένια δέντρα , έστεκε το μαγγανοπήγαδο.
Εκεί, του έλεγαν σαν ήταν πιο μικρός πως κοιμόταν το στοιχειό και πως αν ήταν άτακτος θα ερχόταν να τον αρπάξει.
Το στοιχειό στη παιδική φαντασία έπαιρνε σχήματα μεγέθη απροσδιόριστα. Ήταν εκείνη η εικόνα που αρνιόταν το μυαλό να διακρίνει από τρόμο. Ακαθόριστη και τρομερή τον έλουζε με κρύο ιδρώτα τα βράδια που είχε σκοτεινιά έξω.
Τώρα όμως.. τώρα ήταν μαγικά μ’αυτό το υπέροχο φανάρι πάνω από τις πορτοκαλιές του κήπου. Ακόμα και το μαγγανοπήγαδο δεν φάνταζε τόσο τρομερό… μάλλον γοητευτικά μυστηριώδες στα μεγάλα αθώα μάτια του.
Σιγουρεύτηκε πως όλοι κοιμούνται και έσπρωξε την πόρτα. Έτριξε ανεπαίσθητα κάνοντας τη μικρή καρδιά στο στήθος του να χτυπάει τρελά.
‘’Δεν είμαι δειλός σκέφτηκε, είμαι γενναίος σαν ιππότης και σίγουρα δεν φοβάμαι το στοιχειό. Αν όμως κοιμάται μπορώ να το σκοτώσω. Έχω στην αυλή μου τέτοιο στοιχειό και θα το αφήσω να ζει και να κυνηγάει τα παιδιά όλου του κόσμου?’’
Πήρε το σκουπόξυλο που ήταν πεταμένο σε μια γωνιά και πλησίασε το πηγάδι που ήταν στο ξέφωτο του κήπου. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που φοβόταν πως θα ξυπνήσει τους γονείς και την αδερφή του που κοιμόντουσαν μέσα στο σπίτι.
Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και κοίταξε το φεγγάρι για άλλη μια φορά . Να του δώσει κουράγιο ίσως. Κάτι σαν προσευχή είχε αυτό το βλέμμα του μικρού ιππότη.
Ήταν εκεί τώρα, εκεί που είχε βρεθεί τόσες πολλές φορές στη διάρκεια της μέρας.
Κοίταξε και είδε. Ναι, το είδε. Μα δεν ήταν κανένα φοβερό στοιχειό αυτό που είδε.
Ήταν μια όμορφη κυρά. Το πρόσωπο της σαν μαργαριτάρι στολιζε το νερό και τα μαλλιά της κυλούσαν τριγύρω γλύφοντας λαίμαργα του πηγαδιού τα τοιχώματα.
Σαν ήλιος φάνταζε μέσα στο σκοτεινό το στόμα.
Κι εκεί σαν να του έγνεφε, έλα , έλα και να γελάει….
Ένα γέλιο γάργαρο να του ξεδιψά τη ξέφρενη καρδιά.
‘Άπλωσε το παιδικό χέρι να αγγίξει το πρόσωπο το υγρό μα δεν το έφτανε και έτσι σκαρφάλωσε επάνω…
Το παγωμένο πρόσωπο του φεγγαριού έλαμπε πιο φωτεινό τώρα μέσα απ’ το νερό.
Έμοιαζε να του γελάει , μα όσο κι αν άπλωνε το χέρι του πια, δεν μπορούσε να το αγγίξει.
Κι εκεί που ένιωσε το μικρό του στέρνο να πονά του φάνηκε σαν να άκουσε πάλι το γάργαρο της γέλιο….

2 σχόλια:

Jason Michailidis είπε...

Φτιάχνεις πολύ ωραίους κόσμους, αλλά με στεναχωρεί που κατοικούνται μόνο από θύματα...

Ηaniel είπε...

ah jason , poli efstohos eisai... autos einai o dikos mou prosopikos polemos...