Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Παίζω τα βράδυα τη Δυσδαιμόνα

Παίζω τα βράδυα τη Δυσδαιμόνα

Η υπενθύμιση άρχισε να βαράει για άλλη μια φορά εκείνο το πρωί του Ιούλη .
Ο ήχος είναι πια ενοχλητικός και η δόνηση που κάνει η συσκευή σε συνδυασμό με το ξύλο του κομοδίνου της τη δίνει στα νεύρα.
Ξύπνα χαρούμενη γράφει….
Ναι , γλυκιά μου ξύπνα χαρούμενη και λουζμένη στον άρρωστο ιδρώτα.
Τουλάχιστον δεν είχες να ξυπνήσεις από το χάραμα για να καβαλήσεις το τρισάθλιο πούλμαν και να λιώσεις στο ταξίδι.
Στην αρχή η ελληνική επαρχεία έχει μια απίστευτη γοητεία καθώς την ταξιδεύεις πάνω κάτω, μετά από λίγο καιρό όμως νιώθεις ότι δεν υπάρχει πια χρόνος κι εσύ επαναλαμβάνεις ξάνα και ξανά ένα ανιαρό ταξίδι μέσα στο χρόνο που αργά αλλά σταθερά σου ρουφάει τη ζωτικότητα και το κέφι για οτιδήποτε.
Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη . Θεούλη μου σκέφτηκε αυτό το πρόσωπο δεν ξεβάφεται ποτέ.
Η μάσκαρα κάτω από τα μάτια της τα είχε στολίσει με σκοτεινές σκιές που την έκαναν να μοιάζει με φιγούρα από γκόθικ ταινία τρόμου. Γέλασε. Να και κάτι ενδιαφέρον στην εμφάνιση της.
Το μισοκοιμισμένο της μυαλό αναδεύτηκε μέσα στο όνειρο που έβλεπε πριν από λίγη ώρα. Ηταν λέει ξαπλωμένη πάνω σε ένα τραπέζι φορώντας ένα μαυρό μεταξωτό φόρεμα κουρελιασμένο. Τα στήθη της ήταν γυμνα καθώς και η κοιλιά της. Ντρεπόταν αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Γύρω της άντρες με γυαλιά την κοιτούσαν με επιστημονικό ενδιαφέρον . Και ντρεπόταν αλλά ήταν αδύνατον να κουνήσει και το μικρό της δαχτυλάκι ακόμα. Σκεφτόταν μέσα στον ύπνο της πως δεν πρέπει να ανοίξει τα μάτια της γιατί θα αντικρίσει τα πρόσωπα τους και αυτό την τρομοκρατούσε.
Τότε άκουσε χειροκροτήματα. Κάποιος άλλος ήρθε και παραμέρισε τους γυαλάκηδες.
Ανέβηκε επάνω της και άρχισε να την μυρίζει σαν να ήταν άγριο ζώο. Άκουγε τα ρουθούνια του να ανοίγουν κι ένιωθε την ανάσα του λαχανιασμένη πάνω στα στήθη της.
Δεν είμαστε καλά σκέφτηκε… Τι όνειρα βλέπει ο κόσμος. Πρέπει να πιω ένα καφέ να συνέλθω. Παρ όλο τον εφιάλτη όμως , αν ήταν άντρας θα είχε ξυπνήσει με στύση. Γέλασε που το σκέφτηκε αυτό.
Η μικρή πόλη ήταν σχεδόν έρημη. Άλλωστε ήταν μεσημέρι πια για τους κατοίκους.
Η ζέστη ήταν τόσο έντονη που το περπάτημα ήταν μεγάλος κόπος.
Γιατί να μην είμαι στην θάλασσα κοντά. Μια βουτιά θα ήταν το τέλειο για να διώξω από πάνω μου όλο αυτόν τον παράλογο ερωτισμό.
Στο καφενείο της πλατείας δεν ήταν κανείς. Καλύτερα θα απολαύσω τον καφέ μου χωρίς κωλόγερους που χαζεύουν την κοκκινομάλα θεατρίνα. Θα με δουν το βράδυ άλλωστε να παίζω κάτι πιο ενδιαφέρον από τον βαρετό εαυτό μου.
Τόση ησιχία όμως είναι … χριστέ μου ….
.
Μοιάζει σαν να πρόκειται κάτι να συμβεί . Κάτι στην κοιλιά της πάλι σφίχτκε. Πρέπει να πάω να κάνω κρύο μπάνιο μου φαίνεται.
Ένα αεροπλάνο πέταξε με μεγάλη φασαρία πάνω από το κεφάλι της. Μα γιατί πετάει τόσο χαμηλά? Ο καιρός είναι πολύ καλός.
Οσο πλησίαζε τόσο πιο πολύ φασαρία έκανε. Λες να έρθει καταπάνω μου , σκέφτηκε.
Η εικόνα στο κεφάλι της ήταν ολοζώντανη. Το αεροπλάνο μέσα στις φλόγες να πλησιάζει με τρελή ταχύτητα τα μάτια του τρομοκρατημένου πιλότου να την κοιτάν με συγνώμη για τον επικείμενο θάνατο της και αυτή να μην έχει την ετοιμότητα να αρχίσει να τρέχει να ξεφύγει. Ο κρότος θα ήταν εκκωφαντικός. Κανείς δεν θα μπορούσε να ανακαλύψει ούτε τα κόκαλα της μέσα από τις στάχτες. Θα εξαφανιζόταν και δεν θα ήξερε κανένας που βρισκόταν. Θα λέγανε πως βαρέθηκε και έφυγε να αλλάξει ζωή , πως θα πήγαινε σε κάποιο βουνό να ζήσει μόνη της με τα πουλιά …
- Να σου κάνω παρέα η θέλεις να μείνεις μόνη σου?
Απότομο το ξύπνημα την ενόχλησε σχεδόν από την ηδονική φαντασίωση του θανάτου.
- Όχι κάθησε αν θέλεις. Ο συνάδελφος που βαρίοταν όσο βαριόταν κι εκείνη κάθισε στην διπλανη καρέκλα του καφενείου.
- Πως πέρασες εχτες. Εξαφανίστηκες πολύ γρήγορα μετά την παράσταση σαν την κυνηγημένη.
- Ναι ήθελα να μείνω μόνη. Πήγα και ήπια ένα ποτό σε μια καφετέρια αλλα μου την έπεσε ένας τύπος και σηκώθηκα και έφυγα.
-Ε δεν βλέπουν συχνά γυναίκες μόνες τους εδώ πέρα κορίτσι μου , τι περιμένεις να κάνουν δηλαδή?
- Ναι δίκιο έχεις. Εσύ πως πέρασες?
- Πήγαμε όλοι μαζί και φάγαμε κάτι μπριζόλες. Εχει ωραία κρέατα εδώ πάνω. Μετά γύρισα στο ξενοδοχείο να χωνέψω σαν το φίδι.
- Ναι αυτό ήθελα να αποφύγω. Δεν μπορούσα να φάω , να πιω ήθελα.
- Θέλεις απόψε να παμε να τα πιούμε οι δυο μας?
- Δεν ξέρω, θα δω. Νιώθω περίεργα. Σαν να με κυνηγάει κάτι..
- Καλα ότι πεις. Εγώ εδώ θα είμαι.
Μάλλον κι αυτός θα ξύπνησε με στύση σκέφτηκε και χαμογέλασε…
Αι σιχτίρ με την περιοδεία. Όλοι με το πράμα μας ασχολιόμαστε.. Δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε.
Στο στόμα της ένιωσε γεύση χώματος. Χώμα ανακατωμένο με αίμα. Αναγούλιασε. ¨Ηθελε να φύγει να φύγει , να πάει στη θάλασσα ή να καβαλήσει αυτόν τον αδιάφορο τύπο να ξεθυμάνει. Αυτό όμως της έφερνε περισσότερη αναγούλα..
- Λες να γίνει σεισμός τον ρώτησε?
- Μέσα σου γίνεται σεισμός νομίζω είπε χαμογελαστά?
Τον κοίταξε με απορία. Ήταν αυτός που την παρατηρούσε όλη τη χρονιά χωρίς εκείνη να του δίνει καμία μα καμία σημασία.
Ανόητες που είμαστε οι γυναίκες. Γιατί να μην μπορώ να κάνω κατάσταση με αυτό το παλικάρι τώρα? Αφού είναι τόσο καλό παιδί, εμένα γιατί δεν μου αρέσει?
Το όνειρο πάλι ήρθε στο μυαλό της μαζί με την γεύση αίματος στο στόμα. Η ανάσα του κτηνώδους άντρα στα στήθη της. Η γλώσσα του στην κοιλιά της η μυρωδιά του, η μυρωδιά η μυρωδιά…..μαλλον της άρεσε η μυρωδιά του... Ελεος....
- Πάω να φάω κάτι . Έρχεσαι, τον κοίταξε ψυχρά, σχεδόν με μίσος.
- Ετσι που μου το λες φοβάμαι αλλά πάμε, έχουμε και παράσταση το βράδυ οπότε πρέπει να φάμε νωρίς.
- Ναι βέβαια.. Έλα πάμε θα σου κάνω το τραπέζι.
Ένα τρακτέρ πέρναγε από δίπλα τους με μεγάλη φασαρία για το μεσημέρι εκείνο .
Να τον σπρώξω να γεμίσω με αίματα το δρόμο σκέφτηκε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Χριστέ μου πότε θα τελειώσει όλο αυτό ? Θα τρελαθώ στο τέλος…
- Ελα πάμε να φάμε μπριζολίδια…

Δεν υπάρχουν σχόλια: